-
1 μελαναετος
-
2 μελανάετος
μελανάετοςblack eagle: masc nom sg -
3 μελανάετος
μελᾰν-άετος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανάετος
-
4 μελανάετος
μελαν-άετος, od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler -
5 melanaëtos
melanaëtos, ī, m. (μελαναετός), der Schwarzadler, eine Art kleine Adler (Falco Aquila, L.). Plin. 10, 6.
-
6 λαγω-φόνος
λαγω-φόνος, hasentödtend, so heißt der μελανάετος, Arist. H. A. 9, 32. S. λαγωοφόνος.
-
7 ευφημος
дор. εὔφᾱμος 21) воздерживающийся от неподобающих слов, т.е. хранящий благоговейное молчание(στόμα, γλῶσσα Aesch.; φροντίς Soph.; λαός Arph.)
2) возвещающий добро, сулящий (своим криком) счастье(μελανάετος Arst.)
3) имеющий благоприятный смысл, счастливый, радостный(ἦμαρ, ἔπος Aesch.; κέλαδοι Eur.)
πρὸς τὸ εὐφημότατον ἐξηγεῖσθαι Luc. — толковать в благоприятном смысле4) имеющий смягченный смысл, эвфемистический5) восхваляющий, хвалебный(λόγοι Polyb.)
6) благочестивый, священный(πόνοι, δόμοι Eur.)
-
8 λαγωφονος
-
9 melanaëtos
melanaëtos, ī, m. (μελαναετός), der Schwarzadler, eine Art kleine Adler (Falco Aquila, L.). Plin. 10, 6.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > melanaëtos
-
10 ὠκυβόλος
ὠκυ-βόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυβόλος
См. также в других словарях:
μελανάετος — μελανάετος, ὁ (Α) μαύρος αετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἀετός] … Dictionary of Greek
μελανάετος — black eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek