Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λᾰγᾰρός

См. также в других словарях:

  • λαγαρός — hollow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό καθαρός, διαυγής (για υγρά): Λαγαρό κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγαρά — λαγαρός hollow neut nom/voc/acc pl λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc/acc dual λαγαρά̱ , λαγαρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτερον — λαγαρός hollow adverbial comp λαγαρός hollow masc acc comp sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρῶν — λαγαρός hollow fem gen pl λαγαρός hollow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρόν — λαγαρός hollow masc acc sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτατα — λαγαρός hollow adverbial superl λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρώτατον — λαγαρός hollow masc acc superl sg λαγαρός hollow neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαραί — λαγαρός hollow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαροῖς — λαγαρός hollow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»