Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαγαρότης

См. также в других словарях:

  • λαγαρότης — slackness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητα — λαγαρότης slackness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητι — λαγαρότης slackness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητος — λαγαρότης slackness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγαρότητα — η (Α λαγαρότης, ητος) νεοελλ. [λαγαρός] η ιδιότητα τού λαγαρού, το να είναι κάτι καθαρό, διαυγές αρχ. 1. χαλαρότητα, ατονία 2. το να έχει ένας στίχος στο μέσον βραχεία συλλαβή αντί για μακρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»