Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λόγχιμος

См. также в других словарях:

  • λόγχιμος — λόγχιμος, ον (Α) [λόγχη] αυτός που ανήκει σε λόγχη ή προέρχεται από λόγχη («κλόνους λογχίμους» κρότους που προέρχονται από λόγχες, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • λογχίμους — λόγχιμος of a spear masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»