-
1 λίβ'
λίβα, λίψ 1the SW. wind: masc acc sgλίβε, λίψ 1the SW. wind: masc nom /voc /acc dualλίβα, λίψ 2stream: fem acc sgλίβε, λίψ 2stream: fem acc dual -
2 λιβάδιον
II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch.III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβάδιον
-
3 λιβάζω
A = λείβω, let fall in drops, Hsch., Phot.:—[voice] Med., run out in drops, trickle, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).II γῆ λιβάζουσα land full of pools of water, Poll.1.238. -
4 ἀποσπασμός
ἀπο-σπασμός, ὁ,II being torn away, separation, severance,ὁ τῆς συνοδίας ἀ. Str.8.3.17
;τῶν ἀναγκαιοτάτων D.H.5.55
, cf. Phld.λιβ. p.4O.
;- μοὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος Id.Mort. 9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσπασμός
-
5 λείβω
Grammatical information: v.Meaning: `pour (forth), make a libation' (Il.).Other forms: aor. λεῖψαι,Derivatives: A. λειβῆνος ὁ Διόνυσος H., λείβηθρον ( λίβ-) n. `dripping place' (Eup. 428), λείβδην `by drops' (EM). - B. With ablaut: λοιβή f. `sacrifice of drinks, gift' (Il.) with λοιβ-εῖον (Plu.), - ίς (Antim., inscr.), - άσιον (Epich.) `vase for spilling', - αῖος `belonging to spilling' (Ath.); λοιβᾶται σπένδει, θύει H. (cf. below). - C. With zero-grade: 1. *λιψ f., only gen. λιβός, acc. λίβα `drink-offering, drip' (A., A. R.) with λιβηρός `wet' (Hp. ap. Gal.); 2. λίψ, λιβός m. "the dripper", name of the rainbringing Southwest-, (West)wind, also as name of the heavenly region `Southwest, West' (Hdt., Arist.) with λιβικός `(south)western' (pap.). For λίψ... πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει H. cf. αἰγίλιψ. 3. From λίψ: λιβάς, - άδος f. `spring, fount etc.' (trag. etc.) with the dimin. λιβάδιον (Str., Plu.), also ' χωρίον βοτανῶδες', i. e. `wet meadow' (H., EM), λιβάζω, - άζομαι `drip' (AP, Poll.), ἀπο- λείβω metaph. `throw away, remove oneself' (com.). 4. λίβος n. = λιβάς (A. Ch. 448 [lyr.], Gal.). - On λιβρός s. v.Etymology: The regelar fullgrade thematic λείβω (with λεῖψαι) and the zero grade primary noun λίψ stand side by side in Greek (cf. νείφει: νίφ-α; quite uncertain λίβει σπένδει, ἐκχύνει H.). - To λοιβᾶται (from λοιβή, s. above) Lat. lībāre `pour out, spill' can be a direct counterpart (cf. Porzig Satzinhalte 254, 322), but it can also be a an independent iterative deverbative (so certainly dēlĭbūtus, if with ū after imbūtus); quite doubtful is λαβά σταγών H., after v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Maced. or Messap. for λοιβά. If we remove the -b-, we can adduse other words for `pour (out)', e. g. OCS lьjǫ, lějǫ, liti, Lith. líeju, líeti, s. Bq, WP. 2, 392f., W.-Hofmann s. lībō, Vasmer Wb. s. litь, Fraenkel Wb. s. líeti; always with further connections. - The length in ὄφρᾱ λείψαντε (Ω 285 = ο 149) must not prove λλ- \< IE sl-; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 176. A riming form is εἴβω, s. v.Page in Frisk: 2,96-97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείβω
См. также в других словарях:
λίβ' — λίβα , λίψ 1 the SW. wind masc acc sg λίβε , λίψ 1 the SW. wind masc nom/voc/acc dual λίβα , λίψ 2 stream fem acc sg λίβε , λίψ 2 stream fem acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ούλμαν, Λιβ — (Liv Ullmann, Τόκιο 1939 –). Ηθοποιός νορβηγικής καταγωγής. Γεννήθηκε από Νορβηγούς γονείς στην Ιαπωνία και σπούδασε υποκριτική στο Λονδίνο λίγο πριν γίνει ευρύτερα γνωστή ως μεγάλο ταλέντο της σκηνής στην πατρίδα της. Ο γνωστός σκηνοθέτης… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
εμπροσθινός — και μπροστινός, ή, ό (Μ ἐμπροσθινός και μπροστινός και ἐμπροστινός και ὀμπροστινός) 1. πρόσθιος, εμπρόσθιος, μπροστινός 2. προηγούμενος («ὁ μπροστινός της ἄνδρας», Λίβ.) μσν. (για στρατιώτη) αυτός που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή, στην προκάλυψη … Dictionary of Greek
ηλίβατος — ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, ον (Α) 1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός 2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο τού Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.) 3. (για τη … Dictionary of Greek
ηλιογέννητος — και λιογέννητος, η, ο (Μ ἡλιογέννητος, ον) ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + γεννητός (< γεννώ)] … Dictionary of Greek
ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί … Dictionary of Greek
ιχνοπατώ — ἰχνοπατῶ, έω (AM) μσν. ακολουθώ τα ίχνη ή, δ. ερμ., πατώ πάνω σε κάποιον («καὶ νὰ ἰχνοεπάτησες αὐθεντικὰ εἰς ἐμέναν», Λίβ. και Ροδ.) αρχ. πατώ, βαδίζω, βηματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + πατῶ] … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
κακοπροαιρεσία — κακοπροαιρεσία, ἡ (Μ) κλίση προς το κακό, προτίμηση προς το κακό, ατυχία («τῆς εἱμαρμένης μου ἔμαθες τὴν κακοπροαιρεσίαν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + προαίρεσις] … Dictionary of Greek