Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λυσιτελεῖν

См. также в других словарях:

  • λυσιτελεῖν — λῡσιτελεῖν , λυσιτελέω indemnify for expenses incurred pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσιτελώ — (Α λυσιτελῶ, έω) [λυσιτελής] αποβαίνω ωφέλιμος, παρέχω κέρδος («οὔ φημ ἂν λυσιτελεῑν σφῷν [τοῡτο]», Αριστοφ.) αρχ. 1. αποζημιώνω για δαπάνη που έγινε ή πληρώνω τα οφειλόμενα 2. (συν. ως απρόσ.) λυσιτελεῑ μοι είναι καλύτερα για μένα, μέ συμφέρει 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»