-
1 λοιδορία
λοιδορίᾱ, λοιδορίαrailing: fem nom /voc /acc dualλοιδορίᾱ, λοιδορίαrailing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λοιδορίαι, λοιδορίαrailing: fem nom /voc plλοιδορίᾱͅ, λοιδορίαrailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λοιδορία
λοιδορία, ας, ἡ (s. prec. and next entry; Aristoph., Thu.+; PPetr II, 18 [1], 8; PSI 222, 14 μεθʼ ὕβρεως κ. λοιδοριῶν; LXX; TestBenj 6:4 λοιδορίαν; Philo; Jos., Ant. 17, 37, C. Ap. 2, 4; Tat. 27, 1; Ath. 11, 2) speech that is highly insulting, abuse, reproach, reviling ἀποδιδόναι λοιδορίαν ἀντὶ λοιδορίας return abuse for abuse 1 Pt 3:9 (=Pol 2:2; cp. Philo, Agr. 110). μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν give the opponent no occasion (for criticism) because of the abuse (which it might produce); perh. also simply: for abuse, abusing us (if the opponent is human; s. ἀντίκειμαι) 1 Ti 5:14.—DELG s.v. λοιδορέω. M-M. TW. Spicq. -
3 λοιδορίᾳ
Βλ. λ. λοιδορία -
4 λοιδορία
-ας + ἡ N 1 2-0-0-2-3=7 Ex 17,7; Nm 20,24; Prv 10,18; 20,3; Sir 22,24railing, abuse, reproachCf. SPICQ 1978a, 503-505; WALTERS 1973, 151 -
5 λοιδορία
λοιδορ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδορία
-
6 λοιδορία
1) abuse2) jeer3) scoff4) tauntΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λοιδορία
-
7 λοιδορίας
λοιδορίᾱς, λοιδορίαrailing: fem acc plλοιδορίᾱς, λοιδορίαrailing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 λοιδορίαι
λοιδορίαrailing: fem nom /voc plλοιδορίᾱͅ, λοιδορίαrailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 λοιδορίαν
λοιδορίᾱν, λοιδορίαrailing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 λοιδορίαις
λοιδορίαrailing: fem dat pl -
11 λοιδορίην
λοιδορίαrailing: fem acc sg (epic ionic) -
12 λοιδοριών
-
13 λοιδοριῶν
-
14 κατάρα
A curse, κατάρας ποιέεσθαί τινι to lay curses upon one, Hdt.1.165; ἐποιήσαντο νόμον τε καὶ κατάρην μὴ.. θρέψειν κόμην.. μηδένα ib.82; ἐκ κατάρης τευ in consequence of.., Id.4.30;διδόναι τινὰ κατάρᾳ E.Hec. 945
(lyr.), cf. El. 1324 (pl., anap.), A.Th. 725 (pl., lyr.); opp. εὐχή, Pl.Alc.2.143b (pl.), cf. SIG1241 (Lyttus, iii A.D.), etc.; opp. εὐλογία, Ep.Jac.3.10;κατάραι γίγνονται κατά τινος Plb.23.10.7
; τὴν κ. ἀναγράψαι, στηλιτεῦσαι, D.S.1.45, Plu.2.354b; cursing,κ. καὶ λοιδορία Phld.Lib.p.11
O. -
15 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
16 λοιδόρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδόρησις
-
17 λοιδορησμός
λοιδορ-ησμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδορησμός
-
18 λοίδορος
λοίδορ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοίδορος
-
19 προπηλακισμός
Aὕβρις καὶ λοιδορία καὶ π. D.18.12
;ὁ τῆς δικαιοσύνης π. Aeschin.3.258
: pl.,προπηλακισμοῖς κολάζειν Pl.Lg. 855b
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπηλακισμός
-
20 σκεραός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεραός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λοιδορία — λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc/acc dual λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίᾳ — λοιδορίαι , λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
λοιδορία — η βρισιά, χλευασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιδορίας — λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem acc pl λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαι — λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαν — λοιδορίᾱν , λοιδορία railing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδοριῶν — λοιδορία railing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαις — λοιδορία railing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίην — λοιδορία railing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek