Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λοιδορία

См. также в других словарях:

  • λοιδορία — λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc/acc dual λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορίᾳ — λοιδορίαι , λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • λοιδορία — η βρισιά, χλευασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λοιδορίας — λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem acc pl λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορίαι — λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορίαν — λοιδορίᾱν , λοιδορία railing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδοριῶν — λοιδορία railing fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορίαις — λοιδορία railing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορίην — λοιδορία railing fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»