-
1 λοιδορία
λοιδορίᾱ, λοιδορίαrailing: fem nom /voc /acc dualλοιδορίᾱ, λοιδορίαrailing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λοιδορίαι, λοιδορίαrailing: fem nom /voc plλοιδορίᾱͅ, λοιδορίαrailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λοιδορία
λοιδορία, ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern; Thuc. 2, 84; ἐκ λοιδορίας διαφϑείρειν Antiph. II α 4; Plat. Theaet. 174 c u. öfter; τὸ πρᾶγμα εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες Dem. 10, 75; Sp.
-
3 λοιδορια
ἡ брань поношение, порицание Plat., Arph., Lys. etc. -
4 λοιδορία
λοιδορία, ἡ, das Schelten, Schmähen, Lästern -
5 λοιδορία
λοιδορία, ας, ἡ (s. prec. and next entry; Aristoph., Thu.+; PPetr II, 18 [1], 8; PSI 222, 14 μεθʼ ὕβρεως κ. λοιδοριῶν; LXX; TestBenj 6:4 λοιδορίαν; Philo; Jos., Ant. 17, 37, C. Ap. 2, 4; Tat. 27, 1; Ath. 11, 2) speech that is highly insulting, abuse, reproach, reviling ἀποδιδόναι λοιδορίαν ἀντὶ λοιδορίας return abuse for abuse 1 Pt 3:9 (=Pol 2:2; cp. Philo, Agr. 110). μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν give the opponent no occasion (for criticism) because of the abuse (which it might produce); perh. also simply: for abuse, abusing us (if the opponent is human; s. ἀντίκειμαι) 1 Ti 5:14.—DELG s.v. λοιδορέω. M-M. TW. Spicq. -
6 λοιδορίᾳ
Βλ. λ. λοιδορία -
7 λοιδορία
{сущ., 3}брань, поношение, порицание, злоречие, ругательство.Ссылки: 1Тим. 5:14; 1Пет. 3:9. LXX: 7378 ( ביר), 4808 (הָבירִמְ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λοιδορία
-
8 λοιδορία
{сущ., 3}брань, поношение, порицание, злоречие, ругательство.Ссылки: 1Тим. 5:14; 1Пет. 3:9. LXX: 7378 ( ביר), 4808 (הָבירִמְ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λοιδορία
-
9 λοιδορία
η брань, ру'гань; оскорбление -
10 λοιδορία
брань, поношение, порицание, злоречие, ругательство; LXX: (ריב), (מְרִיבָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λοιδορία
-
11 λοιδορία
-ας + ἡ N 1 2-0-0-2-3=7 Ex 17,7; Nm 20,24; Prv 10,18; 20,3; Sir 22,24railing, abuse, reproachCf. SPICQ 1978a, 503-505; WALTERS 1973, 151 -
12 λοιδορία
λοιδορ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοιδορία
-
13 λοιδορία
1) abuse2) jeer3) scoff4) tauntΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λοιδορία
-
14 φιλο-λοιδορία
φιλο-λοιδορία, ἡ, Schmähsucht, E M.
-
15 taunt
λοιδορία -
16 λοιδορίας
λοιδορίᾱς, λοιδορίαrailing: fem acc plλοιδορίᾱς, λοιδορίαrailing: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 λοιδορίαι
λοιδορίαrailing: fem nom /voc plλοιδορίᾱͅ, λοιδορίαrailing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 λοιδορίαν
λοιδορίᾱν, λοιδορίαrailing: fem acc sg (attic doric aeolic) -
19 λοιδορίαις
λοιδορίαrailing: fem dat pl -
20 λοιδορίην
λοιδορίαrailing: fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
λοιδορία — λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc/acc dual λοιδορίᾱ , λοιδορία railing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίᾳ — λοιδορίαι , λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορία — η (AM λοιδορία) [λοιδορώ] ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
λοιδορία — η βρισιά, χλευασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοιδορίας — λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem acc pl λοιδορίᾱς , λοιδορία railing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαι — λοιδορία railing fem nom/voc pl λοιδορίᾱͅ , λοιδορία railing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαν — λοιδορίᾱν , λοιδορία railing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδοριῶν — λοιδορία railing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίαις — λοιδορία railing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιδορίην — λοιδορία railing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek