Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λοιβ-άσιον

См. также в других словарях:

  • ιππάσιον — ἱππάσιον, το (Μ) υποκορ. τού ίππος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. άσιον (πρβλ. κορ άσιον, λοιβ άσιον)] …   Dictionary of Greek

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»