-
1 λογιστης
- οῦ ὅ1) знаток счета, учитель арифметики Plat.2) логист, член логистерия ( контрольного органа в Афинах в составе десяти λογισταί - по одному от каждой аттической филы, - который проверял финансовые отчеты должностных лиц) Dem.3) ценитель, критик, судьяκαταστῆναι δίκαιος λ. τινος Dem. — суметь справедливо оценить что-л.
-
2 λογιστής
ο бухгалтер; счетовод, счётный работник -
3 λογιστής
[логистис] ουσ α бухгалтер. -
4 λεπτος
3[λέπω]1) освобожденный от шелухи, очищенный, обмолоченный(κρῖ Hom.)
2) тонкий, мелкий(κονίη Hom.; τέφρα Arph.)
3) тонкий(μήρινθος, ῥὴς βοός Hom.; δέρμα Arst.)
; сделанный из тонкой ткани(ὀθόναι, φᾶρος Hom.)
; состоящий из тонкого вещества(ἀήρ Arst.)
4) тонкий, худой, худощавый(λ. κἀσθενής Arph.; ὄνος Arst.)
; исхудалый(χείρ Hes.; τράχηλος Xen.; ὑπὸ μεριμνῶν Plat.)
5) тесный, узкий(εἰσίθμη Hom.; πορθμός Plut.)
6) мелкий, небольшой(πλοῖα Her.)
τὸ λεπτότατον τοῦ χαλκοῦ νομίσματος Plut. — самая мелкая медная монета7) легкий, слабый(κώνωπος ῥιπαί Aesch.; πνοαί Eur.)
8) чуть заметный(ἴχνη Xen.)
9) легкий, некрепкий(οἶνος Luc.)
10) жидкий, водянистый(χυμός Arst.; αἷμα Plut.)
11) слабый, шаткий(ἐλπίς Arph.)
12) тихий, нежный или тонкий, высокий(φωνή Arst.)
13) бедный, неимущий, обездоленный(διαδιδόναι τι τοῖς λεπτοῖς Polyb.)
14) утонченный, остроумный(λογιστής Arph.; νοῦς Eur.). - см. тж. λεπτόν
-
5 παραλογιστης
-
6 ψευδολογιστης
См. также в других словарях:
λογιστής — calculator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστής — ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) [λογίζομαι] νεοελλ. 1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια… … Dictionary of Greek
λογιστής — ο θηλ. ίστρια ο ειδικός υπάλληλος για την εκτέλεση λογιστικής υπηρεσίας: Ο λογιστής με ενημέρωσε για τις ζημίες της επιχείρησής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογισταῖς — λογιστής calculator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισταί — λογιστής calculator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστοῦ — λογιστής calculator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῇ — λογιστής calculator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστήν — λογιστής calculator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῶν — λογιστής calculator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
λογιστά — λογιστά̱ , λογιστής calculator masc nom/voc/acc dual λογιστής calculator masc voc sg λογιστής calculator masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)