-
1 бухгалтер
-
2 бухгалтер
ο λογιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бухгалтер
-
3 калькулятор
1. (специалист по калькуляции) о λογιστής 2. (вычислительное устройство) η (ηλεκτρονική) αριθμομηχανή, о μικροϋπολογιστήςразг. το κομπιουτεράκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > калькулятор
-
4 учётчик
1. (тот, кто ведёт учёт) о λογιστής 2 (документации) о τηρητής των λογαριασμών και στοιχείωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учётчик
-
5 рационализатор
-
6 бухгалтер
бухгалтерм ὁ λογιστής:главный -. ὁ ἀρχιλογιστής. -
7 главный
гла́вн||ыйприл1. κύριος, κυριώτερος, γενικός, σπουδαιότερος/ βασικός (основной):\главный город ἡ κυριώτερη πόλη, ἡ πρωτεύουσα· \главный штаб τό γενικόν ἐπιτε-λεῖον \главныйое управление ἡ γενική διεύθυν-σις· \главныйое предложение грам. ἡ κυρία πρόταση [-ις]·2. (старший) γενικός:\главный бухгалтер ὁ γενικός λογιστής, ὁ ἀρχιλογιστής· \главный инженер ὁ ἀρχιμηχανικός· \главный врач ὁ ἀρχίατρος· \главный редактор ὁ ἀρχισυντάκτης· ◊ \главныйым образом βασικά, κυρίως. Ιδίως, πρό πάντων. -
8 калькулироватьятор
калькулировать||яторм ὁ λογιστής, ὁ λογαριαστής. -
9 рационалист
рационали||стм ὁ ὀρθο-λογιστής, ὁ ρα(τ)σιοναλιστής. -
10 счетный
счет||ныйприл τοῦ λογαριασμοὔ, λογιστικός:\счетныйный работник ὁ λογιστής· \счетныйная линейка ὁ λογιστικός κανόνας· \счетныйная машина λογιστική μηχανή. -
11 счетовод
счетоводм ὁ λογιστής. -
12 учетчик
учетчикм ὁ λογιστής. -
13 калькулятор
[καλ'κουλγιάταρ] ουσ. α. λογιστής -
14 счетовод
[στσιταβότ] ουσ. α. λογιστής -
15 учётчик
[ουτσιότσικ] ουσ. α. λογιστής -
16 калькулятор
[καλ'κουλγιάταρ] ουσ α λογιστής -
17 счетовод
[στσιταβότ] ουσ α λογιστής -
18 учётчик
[ουτσιότσικ] ουσ α λογιστής -
19 бухгалтер
-а α.λογιστής• λογαριαστής•καταστιχογράφος. -
20 вычислитель
-я ά.1. λογιστής.2. αριθμομηχανή, άριθμογράφος, λογιστική μηχανή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λογιστής — calculator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστής — ο θηλ. λογίστρια (Α λογιστής) [λογίζομαι] νεοελλ. 1. αυτός που καταγράφει συστηματικά και ταξινομεί τις οικονομικές συναλλαγές και τα οικονομικά και νομικά γεγονότα μιας οικονομικής μονάδας και απεικονίζει σε ειδικές καταστάσεις και με μια… … Dictionary of Greek
λογιστής — ο θηλ. ίστρια ο ειδικός υπάλληλος για την εκτέλεση λογιστικής υπηρεσίας: Ο λογιστής με ενημέρωσε για τις ζημίες της επιχείρησής μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογισταῖς — λογιστής calculator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογισταί — λογιστής calculator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστοῦ — λογιστής calculator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῇ — λογιστής calculator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστήν — λογιστής calculator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιστῶν — λογιστής calculator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
λογιστά — λογιστά̱ , λογιστής calculator masc nom/voc/acc dual λογιστής calculator masc voc sg λογιστής calculator masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)