Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λιναῖος

См. также в других словарях:

  • λιναίος — λιναῑος, αία, ον (Α) [λίνον] 1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.) 2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῑοι», Αιν.) …   Dictionary of Greek

  • λίναιος — λιναῖος pertaining to flax masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιναίῳ — λιναῖος pertaining to flax masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίναια — λιναῖος pertaining to flax neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιναίας — λιναίᾱς , λιναῖος pertaining to flax fem acc pl λιναίᾱς , λιναῖος pertaining to flax fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • γαλεοπίθηκος ή κυνοκέφαλος — Γένος ζώων της ομοταξίας των θηλαστικών και της τάξης των δερματοπτέρων. Ο Κάρολος Λιναίος το ταξινόμησε με τους προπιθήκους, νεότερες όμως κατατάξεις τοποθέτησαν το ζώο αυτό σε άλλες τάξεις, στις οποίες ανήκουν τα σαρκοφάγα, τα μαρσιποφόρα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»