Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λινοκαλάμη

См. также в других словарях:

  • λινοκαλάμη — λινοκαλάμη, ἡ (ΑM) βλ. λινοκαλάμι …   Dictionary of Greek

  • λινοκαλάμη — fine flax fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοκαλάμῃ — λινοκαλάμη fine flax fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοκαλάμην — λινοκαλάμη fine flax fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοκαλάμης — λινοκαλάμη fine flax fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λινοκαλάμι — και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ) το λινάρι μσν. αρχ. το άχυρο τού λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον +… …   Dictionary of Greek

  • αλέπιστος — η, ο (AM ἀλέπιστος, ον) [λεπίζω] νεοελλ. αρχ. αυτός που δεν έχει λέπια νεοελλ. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια 2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδα μσν. (για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος …   Dictionary of Greek

  • καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»