-
1 λινοκαλάμη
λινοκαλάμηfine flax: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————λινοκαλάμηfine flax: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 λινοκαλάμη
λινοκαλάμη, ης, ἡ (s. λίνον, καλάμη; schol. on Pla., Ep. 13 p. 363a; oft. in pap fr. III B.C.) a stalk of flax 1 Cl 12:3 (Josh 2:6; the sing. is collective). -
3 λινοκαλάμῃ
Βλ. λ. λινοκαλάμη -
4 λινοκαλάμη
-ης + ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 Jos 2,6flax straw (used as coll.) -
5 λινοκαλάμη
A = ἀμοργίς, fine flax, PCair.Zen.470 (iii B. C.), Cleopatra ap.Gal.12.433, Sch.Ar.Lys. 736; collectively, flax-straw, used as thatch, LXX Jo.2.6, cf. Eust.ad D.P.525, POxy.103.9 (iv A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοκαλάμη
-
6 λινοκαλάμην
λινοκαλάμηfine flax: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 λινοκαλάμης
λινοκαλάμηfine flax: fem gen sg (attic epic ionic) -
8 λινοκάλαμον
A = λινοκαλάμη, PMasp.116.3 (pl., vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοκάλαμον
См. также в других словарях:
λινοκαλάμη — λινοκαλάμη, ἡ (ΑM) βλ. λινοκαλάμι … Dictionary of Greek
λινοκαλάμη — fine flax fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοκαλάμῃ — λινοκαλάμη fine flax fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοκαλάμην — λινοκαλάμη fine flax fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοκαλάμης — λινοκαλάμη fine flax fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λινοκαλάμι — και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ) το λινάρι μσν. αρχ. το άχυρο τού λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον +… … Dictionary of Greek
αλέπιστος — η, ο (AM ἀλέπιστος, ον) [λεπίζω] νεοελλ. αρχ. αυτός που δεν έχει λέπια νεοελλ. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια 2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδα μσν. (για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek