-
1 λινο-καλάμη
λινο-καλάμη, ἡ, = Folgdm, Schol. Ar. Lys. 736.
-
2 λινοκαλαμίς
λινο-καλαμίς, ίδος, ἡ, u. λινο-καλάμη, ἡ, der Flachshalm, die Leinpflanze -
3 λινοκαλάμη
A = ἀμοργίς, fine flax, PCair.Zen.470 (iii B. C.), Cleopatra ap.Gal.12.433, Sch.Ar.Lys. 736; collectively, flax-straw, used as thatch, LXX Jo.2.6, cf. Eust.ad D.P.525, POxy.103.9 (iv A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λινοκαλάμη
См. также в других словарях:
νειλοκαλάμη — νειλοκαλάμη, ἡ (Α) ονομασία αιγυπτιακής πόας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + καλάμη (ἡ), πρβλ. λινο καλάμη] … Dictionary of Greek