-
1 λικνίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λικνίζω
-
2 λικνίζω
rockΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λικνίζω
-
3 λικμάω
Grammatical information: v.Meaning: `part the grain from the chaff, winnow', metaph. `crush, destroy' (Ε 500, B., X., LXX, pap.).Other forms: aor. λικμῆσαι.Derivatives: λικμητηρ ́winnower', λικμητρίς `w. fan', also λικμήτωρ, - τής; - ητήριον `w. fan, shovel'; - ητὸς `winnowing, scatter'; - ητικός `belonging to w.'. λικμός, prob. backformation' w. fan', λικμαία surname of Demeter. λίκνον n. `w. fan' (Arist.), sacred basket with first-fruits in Demeter-cult' (S., AP; cf. Nilsson Gr. Rel. 1, 128; λικνοφόρος also `cradle' (h. Merc., Call.), λικνίτης surn. of Dionysos (Orph., Plu.; Redard 210, v, Wilamowitz Glaube 2, 376), - ὶτις ( τροφή S. Ichn. 269), λικνίζω = λικμάω (pap.). - ν(ε)ίκλον τὸ λίκνον H. - ἰκμᾶν λικμᾶν, σῖτον καθαίρειν; ἰκμῶντο ἐσείοντο, ἐπνεοντο H, ἀνικμώμενα (Pl. Ti. 53a; vv.ll. ἀναλικνώμενα, ἀναλικμώμενα), ἀπ-ικμησαι, δι-ικμῶνται (Thphr.) Further from H. εὐ\<νί\> κμητο\<ν\> εὐλί\<κ\> μητον, ἀνικλώμενον ἀνακαθαιρόμενον (cf. on ἀνικμώμενα above) and the suffixless νικᾳ̃ λικμᾳ̃ ̃ νικεῖν (for - κᾶν?) λικμᾶν, νείκεσεν ἔκρινεν, εὐνικές εὐκρινές, νεικητήρ λικμητήρ. Μεγαρεῖς.Etymology: Popular word with variation of the form (as in popular words). If one may start from *νίκνον, *νικνᾶν, the forms λίκνον and νίκλον, prob. also νικμᾶν (in εὑνίκμητον) can be understood as dissimilated forms; further perhaps also λικμᾶν (on the formation Schwyzer 731) from νικμᾶν and, with loss of the anlaut, ἰκμᾶν, s. Bechtel Lex. s. λικμάω after Legerlotz KZ 8, 123f. and Schulze KZ 42. 380f. (= Kl. Schr. 58f.). Diff. on the variation μ:ν Schwyzer 338 (after J. Schmidt a. o.), on ἰκμᾶν J. Schmidt Kritik 108 n. 1 (from ἀνικμᾶν, haplologically for *ἀνα-νικμᾶν, wrongly interpreted). Cf. also Danielsson Eranos 14, 1ff. on the dark ἀπολεικαι (inscr. Miletos). - If one starts from *νίκ-νον, we get an attractive connection with the fullgrade and derived Lith. niekóju, -óti `winnow (corn)', Latv. niẽkât `swing groats in a mill' (Bugge Curt. Stud. 4, 335 f.); cf. the suffixless Greek forms above. Also Celtic forms have been compared, e.g. Welsh nithio, Bret. niza `winnow'. Lith. liekúoti `winnow (corn)' and Latv. lìekša `shovel' have nohing to do with λικμάω (they are folksetymological tranormations after lìkti `remain behind'. - WP. 2, 321, Pok. 761, Fraenkel Wb. s. niekóti m.Page in Frisk: 2,122-123Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λικμάω
См. также в других словарях:
λικνίζω — λικνίζω, λίκνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λικνίζω — (Α λικνίζω) [λίκνον] νεοελλ. 1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ αυτήν 2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια 3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες αρχ. λικμίζω, λιχνίζω … Dictionary of Greek
λικνίζω — λίκνισα, λικνίστηκα, λικνισμένος, κουνώ την κούνια του μωρού, κουνώ κάτι απαλά και παλινδρομικά: Η κοπέλα λίκνισε τη μέση της στο ρυθμό της μουσικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… … Dictionary of Greek
αλίκνιστος — η, ο [λικνίζω] 1. αυτός που δεν λικνίστηκε, δεν κουνήθηκε στην κούνια του, ακούνητος 2. αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή δεν καθησυχάστηκε με απατηλές υποσχέσεις … Dictionary of Greek
ανακουνώ — ( άω) ανακινώ, αναταράζω, κουνάω παλινδρομικά (την κούνια τού παιδιού), λικνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουνώ. ΠΑΡ. ανακούνημα] … Dictionary of Greek
λίκνισμα — το [λικνίζω] 1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας 2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα … Dictionary of Greek
λεικνίζω — (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. λικνίζω … Dictionary of Greek