-
101 λευκᾶν
-
102 λευκήι
-
103 λευκῆι
-
104 λευκών
λεύκηleprosy: fem gen plλευκόνwhite: neut gen plλευκόςlight: fem gen plλευκόςlight: masc /neut gen plλευκόωwhiten over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)λευκόωwhiten over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)λευκόωwhiten over: pres part act masc nom sgλευκόωwhiten over: pres inf act (doric) -
105 λευκῶν
λεύκηleprosy: fem gen plλευκόνwhite: neut gen plλευκόςlight: fem gen plλευκόςlight: masc /neut gen plλευκόωwhiten over: pres part act masc voc sg (doric aeolic)λευκόωwhiten over: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)λευκόωwhiten over: pres part act masc nom sgλευκόωwhiten over: pres inf act (doric) -
106 λεύκ'
-
107 λεῦκ'
-
108 λεύκαι
-
109 λεῦκαι
-
110 λεύκ'
λεύκᾱͅ, λεύκηleprosy: fem dat sg (doric aeolic) -
111 λεύκαν
λεύκᾱν, λεύκηleprosy: fem acc sg (doric aeolic) -
112 Ἀχιλλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
113 Ἀχιλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f. -
114 αἰανής
Aδεῖπνον αἰηνές Archil.38
; αἰανὴς κόρος, κέντρον, λιμός, Pi.P.1.83, 4.236, I.1.49: also in Trag. (not E.),Νυκτὸς αἰανῆ τέκνα A.Eu. 416
;νυκτὸς αἰ. κύκλος S.Aj. 672
;αἰ. νόσος A.Eu. 479
, 942 (lyr);αἰ. βάγματα Id.Pers. 636
(lyr.); αἰ. πάνδυρτον αὐδάν ib. 941 (lyr.);Πέλοπος.. ἱππεία, ὡς ἔμολες αἰ. τᾷδε γᾷ S.El. 506
; of Time,εἰς τὸν αἰ. χρόνον A.Eu. 572
, IG9(1).886.2 ([place name] Corcyra); eternal,θεός Lyc.928
. Adv. αἰανῶς for ever, A.Eu. 672:— [full] αἰανός, Hsch., Suid. s.v. λεύκη ἡμέρα, and v.l. in A.Eu. 416, 479, S.Aj. 672, El. 506, is dub. (Prob. fr. αἰεί, everiasting, perpetual, hence in bad sense, wearisome, persistent.) -
115 αἴγλη
αἴγλη, ἡ,A the light of the sun or moon, Od.4.45, etc.:—of the radiance of Olympus, λευκὴ αἴ. 6.45, cf. S.Ant. 610 (lyr.); εἰς αἴγλαν μολεῖν to come to daylight, i.e. to be born, Pi.N.1.35; φοιβὰν ὑπαὶ χειμῶνος αἴ., of sunshine on edge of storm-cloud, B.12.140; of dream light in sleep, S.Ph. 831 (lyr.).2 generally, radiance, gleam, ἀπὸ χαλκοῦ αἴ. Il.2.458; τὰς πυρφόρους Ἀρτέμιδος αἴ. the gleam of her torches, S.OT 207 (lyr.); μέλαιναν αἴ., of dying embers, E.Tr. 549 (lyr.).3 metaph., splendour, glory, αἴ. ποδῶν, of swiftness, Pi.O.13.36; διόσδοτος αἴ. Id.P.8.96. -
116 βρυωνία
βρῠ-ωνία, ἡ, prop.A = ἄμπελος μέλαινα, Dsc.4.183; also, = ἄμπελος λευκή, bryony, ib.182, cf. Gal.11.827; β. ἀγρία, = χαμαίπιτυς, Ps.-Dsc.3.158; β., φύλλον, ib.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυωνία
-
117 γλίχομαι
Aἐγλιξάμην Pl.Com. 241
:—cling to, strive after, long for,τινός Hdt.3.72
;Αἰγύπτου Id.4.152
(butγ. περὶ ἐλευθερίης Id.1.102
(s. v. l.));ταῦτ' ἦν ὦν μάλιστ' ἐγλίχετο D.5.22
;γ. τοῦ ζῆν Pl.Phd. 117a
, Charond. ap. Stob.4.2.24;κράτους Thphr.Char.26.1
: c. acc., Hp.Ep.17 (dub.), Pl.Hipparch. 226e: folld. by a relat. clause,γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.141.7
; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι how thou shalt become general, Hdt.7.161: c. inf.,ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15
; ;λέγειν D.6.11
;ἀποστερῆσαι Id.18.207
;ζῆν Antiph.86.3
;θιγεῖν Phld.D.3.1
.—Not in [dialect] Ep. or Trag. ( γλῐ-: γλίχων [ῑ] is f.l. for γλήχων in Hdn. Gr.1.37.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλίχομαι
-
118 δονακῖτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δονακῖτις
-
119 εὐπέταλος
εὐπέτᾰλος, ον,II as Subst., [full] εὐπέταλον, τό, = δαφνοειδές, Dsc.4.146, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπέταλος
-
120 θίασος
θῐᾰσ-ος (proparox.), ὁ,A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra. 156, etc.;θ. ἄγειν E.Ba. 115
(lyr.);τοὺς.. θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260
, cf. Ath. 5.185c, 8.362e.II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., ; ;Μουσῶν Ar.Th.41
; ἐνόπλιος θ., of warriors, E.Ph. 796;Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt. 303d
; τοῦ σοῦ θ. of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θ. Plu.Ant.24.
См. также в других словарях:
Λευκῇ — Λευκή fem dat sg (attic epic ionic) Λευκής masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεύκῃ — Λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκῃ — λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
Λευκῆ — Λευκής masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκῇ — λευκός light fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκή — λευκός light fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκή απεργία — Μορφή διεκδικητικού αγώνα των εργαζομένων κατά των εργοδοτών τους, συγγενής με την απεργία. Συνίσταται στο ότι ο εργαζόμενος εμφανίζεται μεν στον χώρο εργασίας του, αρνείται όμως να εργαστεί (ενώ στην καθαυτό απεργία δεν παρουσιάζεται καθόλου… … Dictionary of Greek