-
41 νησιωτης
-
42 παυρος
21) небольшой, маленький(στήμων Hes.)
2) короткий, непродолжительный(ὕπνος Pind.)
3) немногочисленный(λαός Hom.)
παῦροι ἄνδρες Aesch. — немногие;μάχεσθαι ἀνδράσι παυροτέροισι Hom. — воевать с меньшим количеством людей - см. тж. παῦρα -
43 περιουσιος
-
44 πολυπειρων
2, gen. ονος имеющий много границ, т.е. занимающий много областей, весьма многочисленный(λαός HH.)
-
45 πολυς
πολλή, πολύ (ῠ) (gen. πολλοῦ - эп. πολέος, πολλῆς, πολλοῦ, pl. πολλοί, πολλαί, πολλά - эп. πολέες, стяж. πολεῖς, πολέα; compar. πλείων, πλεῖον и πλέων, πλέον, superl. πλεῖστος 3)1) многочисленный(πολὺς λαός, πολλοὴ ἑταῖροι, πολλοὴ Τρώων Hom.)
οἱ πολέες τε καὴ ἐσθλοί Hom. — много храбрецов;πονηροὴ καὴ πολλοί Arph. — многие дурные люди;πολλὰ καὴ ἀγαθά или πολλ΄ ἀγαθά Xen. — много прекрасных вещей;πολὺν λόγον ποιεῖσθαι περί τινος Plat. — много говорить о чем-л.;πολύς τις Xen. etc. — многие, не один;πολλοῦ π. Arph. — чрезвычайно многочисленный2) большой, значительный, обширный, широкий(πεδίον Hom.; πέλαγος Soph.)
τῆς γῆς οὐ πολλή Thuc. — небольшой участок земли3) длинный, далекий(ὁδός Her.; πορεία Plat.)
4) долгий, продолжительный(χρόνος Hom.)
οὐ πολὺν χρόνον Soph., Plat.; — в течение недолгого времени, недолго;(ἐκ) πολλοῦ χρόνου Xen., Arph., Polyb.; — с давнего времени, давно;5) сильный, громкий(κέλαδος Hom.; ὕμνος Pind.; βοή Soph.)
6) сильный, проливной(ὑετός Hom.; ὄμβρος Hes.)
7) глубокий, крепкий(ὕπνος Hom.)
πολλέ σιγή Her. — глубокое молчание8) сильный, могучий, могущественный(μέγας καὴ π. Her.; π. καὴ τολμηρός Dem.)
9) ревностный, усердныйπ. ἦν πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Polyb. — он усердно был занят приготовлениями
10) важный, ценныйπολέος (= атт. πολλοῦ) ἄξιος Hom. — ценный, дорогой;
πολὺ ἐστί τι Xen. что-л. — весьма важно;περὴ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι Her., Xen.; — придавать чему-л. большое значение;ἐπὴ πολλῷ Dem. — по высокой цене - см. тж. πολλά, πολλοί, πολλόν, πολλός, πολύ, πλείων (πλέων) и πλεῖστος -
46 ριπη
дор. ῥῑπά ἥ1) метание, бросок, полетσανίδες διέτμαγεν λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς Hom. — ворота были разбиты брошенным камнем;πετρίναις ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες Eur. — побитые насмерть камнями2) натиск, напор, порыв(Βορέαο Hom.; κυμάτων ἀνέμων τε Pind.)
ῥ. πυρός Hom. — бушующее пламя;ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ Hom. — (видно, ахейцы погибнут) от неистовства одного человека;πτερύγων ῥιπαί Aesch. — взмахи крыльев;κώνωπος ῥιπαὴ θωΰσσοντος Aesch. — полет жужжащего комара;ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ NT. — в мгновение ока; -
47 τετραπτολις
(acc. ιν) adj. населяющий четырехградье (т.е. атт. города Οἰνόη, Μαραθών, Προβάλινθος и Τρικόρυθος)(τ. λαός Eur.)
-
48 τευχεσφορος
-
49 φιλιππος
-
50 φυγαιχμης
-
51 απαξάπας
-
52 ήρωας
-
53 ναυτικός
-
54 ορθώνω
[-ώ (ο)] μετ.1) ставить прямо, вертикально; 2) поднимать; 3) перен. поднимать, ставить на ноги;§ ορθώνω τό ανάστημα μου — вставать, подниматься на защиту своих прав;
1) — вставать, выпрямляться;ορθώνομαι [ορθούμαι]
2) воз- вышаться;3) подниматься, восставать (против кого-л.);ορθώθηκε ο λαός στον αγώνα — народ поднялся на борьбу;
ορθώνομαι (αντιμέτωπος) — противостоять (кому-л.);
§ ορθώνονται οι τρίχες — волосы дыбом становятся
-
55 πάς
(παντός), πασά, παν αντων.1) весь;πάς ο λαός — весь народ;
(οί) πάντες все;λέγω την πασαν αλήθεια говорить всю или чистую правду; πάση δυνάμει всеми силами; καταβάλλω πασαν προσπάθειαν прилагать все усилия; всячески стараться; εν πάση σπουδή как можно скорее; 2) всякий, каждый, любой; εν πάση περιπτώσει во всяком случае; εις πασαν περίστασιν в любом случае; πας Έλλην каждый грек, любой грек; πάση θυσία любой ценой; υπό πασαν επιφύλαξιν со всяческими оговорками; διά παν ενδεχόμενον на всякий случай; διά (или εκ) παντός τρόπου всеми, любыми средствами, любым способом; § προ παντός или προ πάντων а) в первую очередь, прежде всего; б) главным образом, особенно; γιά πάντα или διά παντός навсегда; άπαξ διά παντός или μιά γιά πάντα раз и навсегда; τέλος πάντων наконец, в конце концов; τέλος πάντων! ладно, не будем говорить об этом!; τί θέλει αυτός τέλος πάντων; чего же он в конце концов хочет?; σώπα τέλος πάντων замолчи же, наконец; πάσα αρχή δύσκολος посл, лиха беда — нача- ло; αρχή το ήμισυ τού παντός хорошее начало — половина дела; об παντός πλείν εις Κόρινθον погов, не все это могут; не всем это доступно -
56 πολύς
λή, ύ 1.1) многий; большой; долгий; длительный; чаще перев. наречиями много; очень; долго;πολύς κόσμος ( — или λαός) — много народу;
προ πολλού — давно;
πολύ κρύο — очень холодно;
πολύς χρόνος — много времени, долго;
σε περίμενα πολλή ώρα — я долго ждал тебя;
είπε πολλά και διάφορα — он расска- зал много всяких вещей;
πολή σκοτούρα — много хлопот;
πολλά ο νούς του κατεβάζει — он очень находчивый;
2) пресловутый;§ τό πολύ — или τό πολυπολύ — а) самое большее, максимум;
σε μιά βδομάδα το πολύ — максимум, самое большее, за одну неделю; — б) самое худшее (что может быть); — на худой конец;
επί πολύ — надолго;
ως επί το πολύ — или πολύ το πλείστον — обычно, в большинстве случаев;
κατά πολύ — намного;
πολλού γε και δεί — ничего подобного, напротив;
λίγο πολύ — более или менее;
είμαι μέγας και πολύς — быть великим, выдающимся; — быть знаменитым;
2. πλ.:οι πολοί — а) большинство; — б) простой люд, толпа;
§ ουκ εν τω πολλώ το εδ, αλλ' εν τω ευ το πολυ — погов, мал золотник, да дорог
-
57 χοντρός
η, ό1) толстый;χοντρό χαρτί (γυαλί) — толстая бумага (стекло);
2) толстый, полный; тучный;χοντρά χέρια — толстые руки;
3) крупный;χοντρό αλάτι — крупная соль;
4) низкий (о голосе);5) тяжёлый;χοντρές δουλειές — чёрная, тяжёлая работа;
6) грубый (в разн. знач);χοντρές ψευτιές — грубая ложь;
χοντρό λάθος — грубая ошибка;
χοντρό αστείο — грубая шутка;
χοντρός λόγος — брань, ругань;
7) грубый, неотёсанный;χοντρός άνθρωπος — грубый,.неотёсанный человек;
χοντρό μυαλό — тупой ум;
χοντρό κεφάλι — тупая башка;
§ χοντρός λαός — чернь;
έχει χοντρό πετσί — он толстокожий, неотзывчивый человек;
δείχνω χοντρό — толстить;
τα παραλέω χοντρά — сильно преувеличивать
-
58 χύδην
επίρρ.:χύδην όχλος — или χύδην λαός — презр, чернь, толала, сброд
-
59 δῆμος
народ, народная масса; син. ἔθνος, λαός, ὄχλος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δῆμος
-
60 ἔθνος
народность, нация, род; мн.ч. язычники, племена; син. δῆμος, λαός, ὄχλος; LXX: (גּוֹי), (עַם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔθνος
См. также в других словарях:
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λᾶος — λᾶας stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… … Dictionary of Greek
λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek