-
1 ήρωας
-
2 ήρωας
[ироас] ουσ α герой. -
3 ηρως
gen. ἥρωος (gen. иногда с ω коротким, редко ἥρω) ὅ (dat. ἥρωι - поэт. ἥρῳ, acc. ἥρω - эп. ἥρωα, ион. ἥρων, acc. pl. ἥρως и ἥρωας)1) вождь, военачальник, предводитель(ἥρωες Ἀχαιοί Hom.)
2) воин, боец(στίχες ἀνδρῶν ἡρώων Hom.)
3) славный муж(Μούλιος ἥ., κῆρυξ Δουλιχιεύς Hom.)
ἥ. Δημόδοκος Hom. — знаменитый (песнопевец) Демодок4) герой, богатырь, человек сказочной силы и доблести(ἀντίθεοι ἥρωες Pind.; δαίμονες τε καὴ ἄνθρωποι Plat.; θεοὴ καὴ ἥρωες Thuc., Arst.; ἐκ ἡρώων εἰς δαίμονας ἀναφέρεσθαι Plut.)
-
4 ξυμπαρακαλεω
1) призывать, приглашать(ἐπὴ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τέν θήραν Xen.)
σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. — предложить союзникам прислать (своих) послов2) призывать в молитвах(ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.)
3) совместно убеждать, увещевать(τινα Polyb., Plut.)
4) совместно утешать -
5 συμπαρακαλεω
1) призывать, приглашать(ἐπὴ ξυμμαχίαν Plat.; εἰς τέν θήραν Xen.)
σ. ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις Xen. — предложить союзникам прислать (своих) послов2) призывать в молитвах(ἥρωας σ. οἰκήτορας Xen.)
3) совместно убеждать, увещевать(τινα Polyb., Plut.)
4) совместно утешать -
6 τρεπω
ион. τράπω (aor. 1 ἔτρεψα, aor. 2 ἔτρᾰπον, pf. τέτροφα - поздн. τέτρᾰφα; pass.: fut. τρᾰπήσομαι, aor. 1 ἐτρέφθην - ион. ἐτράφθην, aor. 2 ἐτράπην с ᾰ, pf. τέτραμμαι)1) поворачивать, обращать, направлять(φύσας ἐς πῦρ, κεφαλέν πρὸς ἠέλιον Hom.; βέλος εἴς τινα Aesch.)
τὰς λόγχας κάτω τρέψαντες Her. — повернув(шие) копья вниз;μῆλα πρὸς ὄρος τ. Hom. — гнать стада в горы;τ. ἀντίον τινος πρόσωπον Hes. — обращаться лицом к чему-л.;τ. τινὰ εἰς ἀθυμίαν Dem. — повергать кого-л. в уныние;τ. αἰτίαν εἴς τινα Isae. — взваливать вину на кого-л.;οὐκ οἶδ΄ ὅποι χρέ τἄπορον τ. ἔπος Soph. — не знаю, куда обратить смущенное слово, т.е. не знаю, что и сказать;τραφθῆναι ἀν΄ Ἑλλάδα Hom. — направиться в Элладу;ποῖ τρέψομαι ; Eur. — куда мне деваться?;ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται (ὅ ἥλιος) Xen. — когда солнце повернулось на зиму;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Her. — повернув на равнину2) тж. med. обращать в бегство(ἥρωας Ἀχαιούς Hom.; τὸ τοῦ Ἀριστέως κέρας Thuc.)
ἐκδραμόντες τρέπονται αὐτούς Xen. — сделав вылазку, они обратили их в бегство3) med. обращаться в бегство Thuc., Xen.πεσόντων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί Her. — когда многие пали (в бою), лидяне обратились в бегство
4) отвращать, отвлекать, отклонять(ἀπὸ τείχεος, sc. τινά Hom.)
οὐκ ἄν με τρέψειαν Hom. — не отклонить им меня (от моего намерения)5) (из)менять(χρώματα Plut.)
τοῦ ἀγαθοῦ οὐ τρέπεται χρώς Hom. — мужественный человек не меняется в лице;οἶνος τρεπόμενος Sext. — киснущее вино;ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ΄ ἔτρεψας Arph. — обратив дело в шутку;τρέψαι φρένας Hom. или τὰς γνώμας τινός Xen. — изменить чьи-л. намерения, отговорить кого-л. от его планов;τὸ πλῆθος ἑώρων τετραμμένον Thuc. — видя, что настроение народа переменилось6) med. обращаться, предаваться, приниматься, начинать(ἐπὴ γεωργίας τραπέσθαι Plat.)
εἰς ὀρχηστὺν τρεψάμενοι Hom. — начав пляску;τραπέσθαι πρὸς λῃστείαν Thuc. — заняться грабежом; -
7 επικός
-
8 ήρως
-
9 θετικός
η, ό[ν]1) положительный (тж. физ., мат.);θετικ άνθρωπος (ήρωας) — положительный человек (герой);
θετική απάντηση — положительный ответ;
θετικός ηλεκτρισμός (πόλος) — положительное электричество (полюс);
θετικός αριθμός — положительное число;
2) определённый; достоверный, точный;θετικές πληροφορίες — достоверная информация;
θετικό είναι ό,τι... — точно то, что...;
δεν είναι θετικό ακόμα — ещё не совсем точно;
3) фактический, действительный, реальный;θετικά κέρδη — реальные доходы;
4) филос, позитивный;§ θετικές επιστήμες — точные науки;
θετικός βαθμός — грам, положительная степень;
θετική εικόνα — фото позитивное изображение
См. также в других словарях:
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
ήρωας — ο θηλ. ηρωίδα 1. αυτός που ξεχωρίζει για τις ικανότητές του και τις ασυνήθιστα γενναίες πράξεις του: Ήρωας του τρωικού πολέμου. – Ήρωες της ελληνικής επανάστασης. 2. αυτός που υπηρετεί ένα υψηλό σκοπό μέχρι αυτοθυσίας: Ήρωας της επιστήμης. 3. ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἥρωας — ἥρω̆ας , ἥρως hero masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρης — Ήρωας τραγουδιών του ακριτικού κύκλου, των παλιότερων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που υμνούν τους αγώνες των ακριτών εναντίον των Αράβων στη διάρκεια των σκληρών συγκρούσεών τους με το Βυζάντιο τον 9o και 10o αι. Σ’ ένα από τα άσματα αυτά… … Dictionary of Greek
Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… … Dictionary of Greek
μηριόνης — Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που αναφέρεται σε πολλά σημεία της Ιλιάδας. Ο Όμηρος τον περιγράφει ως συνετό, γενναίο και επιδέξιο πολεμιστή. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν στενός φίλος του Ιδομενέα, τον οποίο όμως σκότωσε κατά λάθος, σκοπεύοντας… … Dictionary of Greek
Αγκύλας — Ήρωας των ακριτικών επών. Μονομαχεί με τον Διγενή για ένα ωραίο φαρίν (άλογο) και τον νικά. Σε δεύτερη όμως μονομαχία μαζί του, ο Α. σκοτώνεται … Dictionary of Greek
Αλή Μπαμπάς — ήρωας του παραμυθιού Ο Α. Μ. και οι σαράντα κλέφτες της συλλογής Χίλιες και μία νύχτες. Χάρη στη σκλάβα του, Μοργκάνα, κατάφερε να σκοτώσει τους σαράντα ληστές και να πάρει έτσι τον αμύθητο θησαυρό τους, που φύλαγαν σε ένα σπήλαιο με μαγική… … Dictionary of Greek
Αρμούρης — Ήρωας του πιο παλιού νεοελληνικού ιστορικού έπους, με τίτλο Του Αρμούρη (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
Μούνιχος — Ήρωας, επώνυμος του λιμανιού της Μουνιχίας, ενός από τα στρατιωτικά λιμάνια του Πειραιά. Ήταν γιος του Παντακλή ή Πεντευκλή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν οι Θράκες τον έδιωξαν από τον Ορχομενό, πήγε με τους οπαδούς του Μινύες και εγκαταστάθηκε… … Dictionary of Greek
Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας … Dictionary of Greek