-
1 ριπη
дор. ῥῑπά ἥ1) метание, бросок, полетσανίδες διέτμαγεν λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς Hom. — ворота были разбиты брошенным камнем;πετρίναις ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες Eur. — побитые насмерть камнями2) натиск, напор, порыв(Βορέαο Hom.; κυμάτων ἀνέμων τε Pind.)
ῥ. πυρός Hom. — бушующее пламя;ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ Hom. — (видно, ахейцы погибнут) от неистовства одного человека;πτερύγων ῥιπαί Aesch. — взмахи крыльев;κώνωπος ῥιπαὴ θωΰσσοντος Aesch. — полет жужжащего комара;ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ NT. — в мгновение ока;
См. также в других словарях:
αἰγανέης — αἰγανέη hunting spear fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… … Dictionary of Greek