-
1 λαοκρατέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοκρατέομαι
-
2 λαοβότειρα
λᾱο-βότειρα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοβότειρα
-
3 λαοβότος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοβότος
-
4 λαοδάμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοδάμας
-
5 λαόδικος
λᾱό-δῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαόδικος
-
6 λαοδογματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοδογματικός
-
7 λαοδόκος
λᾱο-δόκος, ον,A receiving the people, dub. in IG7.53.12 ([place name] Megara) = Simon.107.10 ( δαμοδόκων Bgk.); in Hom. as pr. n. [full] Λαόδοκος (proparox.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοδόκος
-
8 λαοκατάρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοκατάρατος
-
9 λαοκρίτης
A judge in native court in Egypt, Mitteis Chr.8.12 (iii B. C.), 31 vii 3 (ii B. C.), PTeb.5.216 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοκρίτης
-
10 λαομέδων
A ruler of the people, in Hom. as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαομέδων
-
11 λαοπλάνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοπλάνος
-
12 λαοπόρος
λᾱο-πόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοπόρος
-
13 λαοσεβής
λᾱο-σεβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοσεβής
-
14 λαοσσόος
A rousing or stirring the nations, epith. of the war-deities Ares, Eris, Il.17.398, 20.48; of Athena, 13.128, Od.22.210; of Apollo, Il.20.79: also of men, as Amphiaraus, Od.15.244; of Electryon, Amphitryon, Hes.Sc.3,37; λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pi.P.12.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοσσόος
-
15 λαοτέκτων
A stone-worker, AP7.380 (Crin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτέκτων
-
16 λαοτίνακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτίνακτος
-
17 λαοτομέω
A hew stone, Sammelb.4279 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτομέω
-
18 λαοτόμος
λᾱο-τόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτόμος
-
19 λαοφθόρος
λᾱο-φθόρος, ον,A ruining the people, destructive, c.gen.,στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοφθόρος
-
20 λαοφόνος
λᾱο-φόνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοφόνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek
Λάο Τσε — (Lao tzu). Κινέζος φιλόσοφος, ο εισηγητής της σχολής του ταοϊσμού. Δεν είναι επιβεβαιωμένο ότι πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Μεταφορικά, το όνομά του σημαίνει ηλικιωμένος άνθρωπος. Σύμφωνα με αρκετές πηγές έζησε από το 604 έως το 531 π.X.,… … Dictionary of Greek
Πάτετ-Λάο — Ονομασία του Λάος που δόθηκε από το εθνικιστικό κίνημα Λάο Ισάρα (Ελεύθερο Λαοτινό Κόμμα) μετά την αντιαποικιακή εξέγερση του Οκτωβρίου 1945. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν συνήθως και το Ενιαίο Εθνικό Μέτωπο του Λάος, που συγκροτήθηκε το… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek