-
1 λαοκρίτης
A judge in native court in Egypt, Mitteis Chr.8.12 (iii B. C.), 31 vii 3 (ii B. C.), PTeb.5.216 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοκρίτης
См. также в других словарях:
λαοκρίτης — λαοκρίτης, ὁ (Α) δικαστής κατά την εποχή τών Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, ο οποίος εκδίκαζε τις μεταξύ τών ντόπιων υποθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. ονειρο κρίτης, χειρο κρίτης] … Dictionary of Greek
ξενοκρίτης — ξενοκρίτης, ὁ (Α) 1. συν. στον πληθ. οἱ ξενοκρίται οι ξενοδίκαι* 2. τίτλος αξιωματούχου στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. λαο κρίτης] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek