-
1 λαοτίνακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαοτίνακτος
См. также в других словарях:
χειροτίνακτος — ον, Μ αυτός που εκτινάσσεται, που εκσφενδονίζεται με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τίνακτος (< τινάσσω), πρβλ. λαο τίνακτος] … Dictionary of Greek