-
1 λαοῦ
народанародом народ народеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαοῦ
-
2 λάου-λάου
επί р р.1) потихоньку, полегоньку, мало-помалу; 2) потихоньку, незаметно; втихомолку; 3) искусно, ловко;τα καταφέρνει λάου-λάου — он ловко добивается своей цели;
πάει λάου-λάου — он хитро действует
-
3 Βοή λαού, οργή Θεού
• Глас народа - глас БожийИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βοή λαού, οργή Θεού
-
4 εναντιον
Iτό, in crasi τοὐναντίον, тж. pl. ἐναντία τά, in crasi τἀναντία (тж. κατὰ τἀναντία Plat. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb.)1) напротив, наоборот Soph., Thuc., Xen., Plat.πᾶν τοὐναντίον Plat. и πάντα τἀναντία Xen. — как раз наоборот, совсем напротив;
τὰ ἔναντία τούτων Her., Thuc. и τἀναντία τούτοις Plat. — в противоположность этому;τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ΄ αὐτῷ ποιεῖν Arph. — поступая не так, как ему следует, а как раз наоборот2) в лицо, лицом к лицу(προσβλέπειν τινά Eur.)
τὸν ἐναντίον ὧδε κάλεσσον Hom. — позови его сюда;ἐ. παντὸς τοῦ λαοῦ NT. — перед лицом всего народаII(1) в лицо(βλέπειν ἐ. τινός Eur.)
(2) навстречу(ἰέναι Hom. и ἐλθεῖν ἐ. τινός Pind.)
(3) перед лицом, в присутствии(ἐ. ἁπάντων Thuc.; ἐ. τῶνδε Soph.)
(μάχεσθαι ἐ. τινός, νεικεῖν ἐ. ἀλλήλοισιν Hom.)
τό1) противоположность(ἥ τῶν ἐναντίων ἐπιστήμη Arst.)
2) враждебная партия Xen. -
5 εξολοθρευω
-
6 κακωσις
1) плохое обращениеἡ κ. καὴ ἀμέλειά τινος Xen. — дурное обращение с кем-л. и отсутствие заботы о нем
2) юр. дурное обращение с родителями, женой или опекаемыми3) юр. злоупотребления по должности, лихоимствоκακώσεως δίκη Plut. (лат. actio repetundarum) — дело о лихоимстве
4) тяжелое положение, бедствия, лишения(τῶν πληρωμάτων Thuc.; τοῦ λαοῦ NT.)
τεταλαιπωρημένοι τοῖς τε τραύμασι καὴ τῇ ἄλλῃ κακώσει Thuc. — страдающие от ран и прочих бед5) неприятности, страдания(σωμάτων Arst.)
ἥ μετὰ τοῦ μαλακισθῆναι κ. Thuc. — страдания, вызванные немощью6) порча(τᾶς σαρκός Plat.)
-
7 λαας
стяж. λᾶς ὅ (gen. λάαος, λᾶος и λάου, dat. λᾶϊ, acc. λᾶαν, λᾶν и λᾶα; pl.: nom. λᾶες, gen. λάων, dat. λάεσι(ν) и λάεσσιν, acc. λᾶας; dual. λᾶε) камень, каменная глыба Hom., Eur., Anth. -
8 οκλαζω
1) приседать, садиться, опускаться(ἐπ΄ ἄκρου λάου Soph.; ἐς γόνυ Luc.)
καὴ ὤκλαζε καὴ ἐξανίστατο Xen. — (танцор) то приседал, то вскакивал2) сгибатьὀ. τὰ ὀπίστια Xen. — приседать на задние ноги
3) перен. падать, ослабевать, убывать(κραδίης ὤκλασεν ὄγκος Anth.)
-
9 συνδρομη
ἥ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT.)1) стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν Plut. — люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались;
ἀπὸ συνδρομῆς Diod. — толпами2) скопление, прилив(αἵματος εἴς τι Arst.)
3) результат, заключение, тж. вывод(τοῦ λόγου Anth.)
-
10 γονιμότητα
[-ης (-ητος)] η1) плодородность; плодовитость; 2) перен. плодотворность, продуктивность, производительность; прибыльность, доходность;§ γονιμότητα (λάου, εθνους, χώρας) — рождаемость за год (народа, нации, страны)
-
11 εκλεκτός
η, ό[ν]1) выбранный, отобранный, избранный;εκλεκτά έργα — избранные сочинения;
2) отборный, превосходный, отличный; избранный, изысканный;εκλεκτά προϊόντα — отличная продукция;
εκλεκτή κοινωνία — избранное общество;
εκλεκτός επιστήμων — выдающийся учёный;
φαγητά — изысканные блюдаεκλεκτός2/2ο, εκλεκτή η избранник, -ца;οι εκλεκτοί — избранные;
οι εκλεκτοί τού λάου — избранники народа
-
12 επαγγέλλομαι
μετ.1) обещать; 2) заниматься, иметь профессией;τί επαγγέλλεται; — кто он по профессии?, чем он занимается?;
επαγγέλλομαι τον ιατρόν — быть врачом;
3) прикидываться, притворяться; изображать (из себя) (разг);επαγγέλλεται τον προστάτην τού λαού — он изображает из себя защитника народа;
επαγγέλλομαι τον τίμιον — прикидываться честным человеком
-
13 επαναστρέφω
(παθ. αόρ. επανεστράφην) 1. μετ. вновь направлять, поворачивать (против кого-чего-л.);2. αμετ. 1) возвращаться; επανέστρεψεν εκ τού ταξιδιού он возвратился из поездки; 2) течь вспять (о реке);επαναστρέφομαι — вновь вернуться, вновь возвращаться;
η συμπάθεια τού λάου επανεστράφη προς τα αριστερά κόμματα народ вновь отдал предпочтение левым партиям -
14 επίτροπος
ο1) опекун; 2) управляющий, заведующий;επίτροπος ναού — церковный староста;
3) комиссар; уполномоченный; представитель;του λαού — народный комиссар;βασιλικός (κυβερνητικός) επίτροπος — королевский (правительственный) комиссар;
επίτροπος στρατοδικείου — военный прокурор;
επισκοπικός ( — или αρχιερατικός) επίτροπος — наместник епископа
-
15 θεριεύω
αμετ.1) звереть, свирепеть; выходить из себя; 2) мужать, набираться сил; 3) бурно расти, разрастаться (тж. перен.); крепнуть, усиливаться;θεριεύει ο πόνος — боль усиливается;
θεριεύει η αγάπη τους — их любовь крепнет;
θεριεύει το κίνημα τού λάου — растёт и крепнет движение народа;
θέριεψε ο πλάτανος разросся платан -
16 λαός
-
17 οργή
όργητα η гнев; ярость; негодование, возмущение;με πιάνει η οργή — разгневаться; — приходить в ярость;
προκαλώ οργή — вызывать гнев;
§ οργή θεού — стихийное бедствие;
φωνή λάου οργή θεού — гнев народа — страшная сила;
δίνω τόπο στην οργή — быть уступчивым, уступать;
στην οργή (τού θεοδ) — или να πάρει η οργή! — к чёрту!; — чёрт побери!
-
18 παιδί(ον)
τό1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;
από παιδί(ον) — с детства;
από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;
2) сын; дочь; ребёнок;είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);
παιδί(ον) του λαού — сын народа;
παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);
3) холостяк, неженатый мужчина;4) мальчик на побегушках;§ παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка
-
19 παιδί(ον)
τό1) дитя, ребёнок; мальчик; подросток; юноша;μη γίνεσαι παιδί(ον) — не ребячься;
από παιδί(ον) — с детства;
από μικρό παιδί(ον) — с самого детства, с малых лет;
2) сын; дочь; ребёнок;είναι παιδί(ον) μου — это мой сын (моя дочь);
παιδί(ον) του λαού — сын народа;
παιδί(ον) μου! — дитя моё!, сынок!, сыночек!, дочка!, доченька! (обращение);
3) холостяк, неженатый мужчина;4) мальчик на побегушках;§ παιδί(ον) του δρόμου — уличный мальчишка
См. также в других словарях:
λάου λάου — επίρρ. (από το λάγου λάγου, λαγός) 1. αργά αργά, με προφύλαξη: Ήρθε λάου λάου. 2. με πονηριά, διπλωματικά: Του το ’φερα λάου λάου για να μην μπορέσει ν’ αντιδράσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαοῦ — λᾱοῦ , λαός men masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάου-λάου — επίρρ. 1. σιγά σιγά, με μεγάλες προφυλάξεις 2. μτφ. με πονηριά, με διπλωματικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγου λάγου, γεν. τού λαγός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
Βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. — βοὴ λαοῦ, βοὴ Θεοῦ. См. Глас народа, глас Божий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ιατρός του Λαού — Το πρώτο ελληνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αίγυπτο. Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1860 στο Ναύπλιο από τον γιατρό Διονύσιο Οικονομόπουλο. Η έδρα του μεταφέρθηκε το 1862 στην Αλεξάνδρεια, όπου κυκλοφόρησε ως διμηνιαίο περιοδικό, με πρώτο φύλλο τον… … Dictionary of Greek
Φίλος του Λαού — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1840 48). Από το 16o φύλλο της εκδιδόταν και στα γαλλικά και από το 219o μετονομάστηκε Φ. του Λ. της Γ’ Σεπτεμβρίου. 2. Εφημερίδα της Κεφαλλονιάς (1876). 3. Εφημερίδα της Πάτρας… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek