-
1 εξολοθρευω
-
2 ἐξολοθρεύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐξολοθρεύω
-
3 εξολοθρεύω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εξολοθρεύω
-
4 εξολοθρεύω
μετ. уничтожать, истреблять, искоренять -
5 εξολοθρεύω
[эксолотрэво] ρ искоренять, уничтожать. -
6 1842
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1842
См. также в других словарях:
ἐξολοθρεύω — pres subj act 1st sg ἐξολοθρεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξολοθρεύω — εξολοθρεύω, εξολόθρευσα και εξολόθρεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξολοθρεύω — (AM ἐξολοθρεύω) 1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως 2. εξοντώνω, θανατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)] … Dictionary of Greek
εξολοθρεύω — εξολόθρεψα και εξολόθρευσα, εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεμένος και εξολοθρευμένος, μτβ., καταστρέφω κάτι εντελώς, αφανίζω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξολοθρεύσει — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg (epic) ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσουσι — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd pl (epic) ἐξολοθρεύω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσω — ἐξολοθρεύω aor subj act 1st sg ἐξολοθρεύω fut ind act 1st sg ἐξολοθρεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσῃ — ἐξολοθρεύω aor subj mid 2nd sg ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρευόμενον — ἐξολοθρεύω pres part mp masc acc sg ἐξολοθρεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύει — ἐξολοθρεύω pres ind mp 2nd sg ἐξολοθρεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσαις — ἐξολοθρεύω aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐξολοθρεύω aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)