-
1 συνδρομη
ἥ (тж. σ. τοῦ λαοῦ NT.)1) стечение, наплыв, сборище, большая толпа Arst., Polyb.διαλύσεις καὴ πάλιν συνδρομαὴ τῶν ἀνθρώπων ἦσαν Plut. — люди (Сертория) то разбегались, то опять собирались;
ἀπὸ συνδρομῆς Diod. — толпами2) скопление, прилив(αἵματος εἴς τι Arst.)
3) результат, заключение, тж. вывод(τοῦ λόγου Anth.)
См. также в других словарях:
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek