Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λαμπάζω

См. также в других словарях:

  • λαμπάζῃ — λαμπάζω pres subj mp 2nd sg λαμπάζω pres ind mp 2nd sg λαμπάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπασμα — το [λαμπάζω] 1. προσβολή από στοιχειά, καθώς και η θόλωση τού νου που προέρχεται από αυτήν 2. στον πληθ. τα λαμπάσματα φαντάσματα, βρικόλακες …   Dictionary of Greek

  • λαμπασίον — λαμπασίον, τὸ (Μ) φρενοβλάβεια, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλ. τ. λαμπάσσω, λαμπάζω «φωτίζω, τρελαίνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»