-
1 λαμπρύνομαι
λαμπρύ̱νομαι, λαμπρύνωmake bright: aor subj mid 1st sg (epic)λαμπρύ̱νομαι, λαμπρύνωmake bright: pres ind mp 1st sg -
2 ἐλ-λαμπρύνομαι
ἐλ-λαμπρύνομαι, sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.
-
3 ὑπερ-λαμπρύνομαι
ὑπερ-λαμπρύνομαι, pass., übermäßig prunken, sich übermäßig brüsten, sich über die Maaßen hervorthun, Xen. Cyn. 3, 7.
-
4 λευκόω
λευκόω, weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht, Plat. Legg. VI, 785 a; γραμματεῖον λελευκωμένον, = λεύκωμα, Dem. 46, 11; λελεύκωται, Arist. phys. 1, 2. Auch λευκωϑεὶς κάρα μύρτοις, Pind. I. 3, 87. – Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, Xen. Hell. 2, 4, 25. 5, 20, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß, Q. Maec. 11 (IX, 403).
-
5 λαμπρύνω
λαμπρύνω, hell, glänzend machen, putzen, poliren. ϑώρακας, Poll. 1, 149; auch im med., ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας, sie putzten ihre Schilde, Xen. Hell. 7, 5, 20, u. pass. von einem Schilde, τάχιστα λαμπρύνεται καὶ σχολαιότατα ῥυπαίνεται, Lac. 11, 5; – ἀντὶ γὰρ τυφλοῦ ἐξωμμάτωται καὶ λελάμπρυνται κόρας Ar. Plut. 635, die Augen sind ihm hell u. klar geworden; u. übertr., εὕδουσα γὰρ φρὴν ὄμμασιν λαμπρύνεται Aesch. Eum. 104, der Geist ist helles Blickes im Schlafe. – Med. sich prunkend im Glanze zeigen, sich brüsten, ὄχοις τε καὶ στολῇ Eur. El. 966; vgl. Ar. Equ. 556; – steh durch Prachtliebe hervorthun, freigebig sein, ὅσα ἐν τῇ πόλει χορηγίαις ἢ ἄλλῳ τῳ λαμπρύνομαι Thuc. 6, 16; vgl. Arist. Eth. 4, 4. 6; übh. sich hervorthun, Plut. Alex. 70 u. öfter. – Auch vom Styl, glänzend, schön sprechen, Plut. de Her. malign. 39.
-
6 απολαμπρυνομαι
-
7 ελλαμπρυνομαι
блистать, отличаться, прославляться(τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὴ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.)
-
8 υπερλαμπρυνομαι
показывать чрезмерное усердие, стараться обратить на себя внимание Xen. -
9 ἐλλαμπρύνομαι
ἐλ-λαμπρύνομαι, sich in etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten -
10 λευκόω
λευκόω, weißen, weiß machen, weiß färben, bes. pass., ἐν τοίχῳ λελευκωμένῳ, mit Kalk übertüncht. Med. für sich weiß anstreichen, ὅπλα, τὰ κράνη, dem nachher λαμπρύνομαι entspricht, also blank machen; aber λεύκωσαι πόδα, entblöße den Fuß -
11 ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερ-λαμπρύνομαι, pass., übermäßig prunken, sich übermäßig brüsten, sich über die Maßen hervortun
См. также в других словарях:
λαμπρύνομαι — λαμπρύνομαι, λαμπρύνθηκα βλ. πίν. 49 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαμπρύνομαι — λαμπρύ̱νομαι , λαμπρύνω make bright aor subj mid 1st sg (epic) λαμπρύ̱νομαι , λαμπρύνω make bright pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανθώ — (Α ἐπανθῶ, έω) (για ιδιότητα) εμφανίζομαι στην επιφάνεια τού σώματος (ιδίως τού προσώπου) («σεμνή ομορφιά επανθεί στο πρόσωπο τής κόρης» «ἐμοί... ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος», Θεόκρ.) αρχ. 1. ανθώ 2. (για καθετί που εμφανίζεται πάνω σε κάτι σαν άνθος… … Dictionary of Greek
λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… … Dictionary of Greek
προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] … Dictionary of Greek
συλλαμπρύνω — Α [λαμπρύνω] (κυρίως το μέσ.) συλλαμπρύνομαι λαμπρύνομαι με την παρουσία ή με την προσθήκη κάποιου άλλου … Dictionary of Greek
υπερλαμπρύνομαι — Α 1. υπερβάλλω σε λαμπρότητα, λάμπω περισσότερο 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) επιδεικνύω μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λαμπρύνομαι «γίνομαι λαμπερός, ζωηρός»] … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek