-
1 ὑπερ-λαμπρύνομαι
ὑπερ-λαμπρύνομαι, pass., übermäßig prunken, sich übermäßig brüsten, sich über die Maaßen hervorthun, Xen. Cyn. 3, 7.
-
2 ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερ-λαμπρύνομαι, pass., übermäßig prunken, sich übermäßig brüsten, sich über die Maßen hervortun -
3 υπερλαμπρυνομαι
показывать чрезмерное усердие, стараться обратить на себя внимание Xen.
См. также в других словарях:
υπερλαμπρύνομαι — Α 1. υπερβάλλω σε λαμπρότητα, λάμπω περισσότερο 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) επιδεικνύω μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + λαμπρύνομαι «γίνομαι λαμπερός, ζωηρός»] … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek