-
1 λαλια
ἥ1) болтовня, пустословие(λολιὰν μόνον ἀσκῆσαι Arph.)
2) болтливость(λ. ἀκρασία λόγου ἄλογός, sc. ἐστιν Plat.)
3) слух, молва(πάνδημος Polyb.)
4) речь, беседа(περί τινος Plut.)
5) обсуждение, спор(περὴ τῶν προειρημένων Polyb.)
6) произношение(τῶν ὀνομάτων Diog.L.)
7) говор, наречие (sc. τοῦ Γαλιλαίου NT.) -
2 λαλιά
-
3 λαλιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λαλιά
-
4 λαλιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λαλιά
-
5 λαλιά
1. речь; 2. наречие, говор, произношение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαλιά
-
6 λαλιά
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαλιά
-
7 Οι κυνηγοί την πέρδικα απ' τη λαλιά της την βρίσκουν στη φωλιά της
– Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του• Птица поет – сама себя выдает• Сорока сама сказывает, где гнездо свилаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Οι κυνηγοί την πέρδικα απ' τη λαλιά της την βρίσκουν στη φωλιά της
-
8 αποκναιω
ἀποκναίω, ἀποκνάωдосл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить(τινα Arph., Plat., Men.; τὰ ὦτα Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὴ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.)
-
9 αποκναω...
ἀποκνάω...ἀποκναίω, ἀποκνάωдосл. растирать до крови, расцарапывать, перен. донимать, удручать, терзать, мучить(τινα Arph., Plat., Men.; τὰ ὦτα Plut.; τινὰ ἀηδίᾳ Dem., λαλιᾷ Plut.; χρημάτων εἰσφοραῖς καὴ λῃστείαις ἀποκναιόμενοι Xen.)
-
10 καταλαλια
-
11 κουρεακος
-
12 πολυφωνια
ἥ1) многозвучность, многоголосность(ὀρνέων Diod.; πολυχορδία καὴ π. Plut.)
2) болтливость, щебетание(λαλιὰ καὴ π. Plut.)
-
13 προλαλια
-
14 συρφετωδης
-
15 υπεροριος
ион. ὑπερούριος 2 и 3[ὅρος]1) заграничный, зарубежный, иностранный Arst. etc.ἡ ὑ. ἀσχολία Thuc. — иностранные дела, зарубежные интересы
2) внешний, посторонний(λαλιά Aeschin.). - см. тж. ὑπερορία и ὑπερόρια
-
16 χυδαιος
-
17 Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του
– Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του• Птица поет – сама себя выдает• Сорока сама сказывает, где гнездо свилаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του
-
18 2981
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2981
См. также в других словарях:
λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾷ — λαλιά talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιός fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… … Dictionary of Greek
λαλιά — η φωνή, ομιλία, κελάδημα: Από το φόβο έχασε τη λαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιάς — λαλιά̱ς , λαλιά talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιή talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾶς — λαλιά talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιός fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῆς — λαλιά talk fem gen sg (epic ionic) λαλιή talk fem gen sg (epic ionic) λαλιός fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῇ — λαλιά talk fem dat sg (epic ionic) λαλιή talk fem dat sg (epic ionic) λαλιός fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)