-
1 голос
голосм1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·3. (при голосовании) ἡ ψήφος:право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης. -
2 речь
речьж1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν2. (язык) ἡ γλώσσα:изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:\речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях). -
3 дух
-а (-у) α.1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•
в том же -е στο ίδιο πνεύμα•
в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.
(φιλοσ.) το Πνεύμα•абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.
|| (θρησκ.) ψυχή.2. ηθικό•боевой дух μαχητικό πνεύμα•
моральный дух το ηθικό•
дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•
сила -а ηθική δύναμη•
подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•
упадок -а πτώση ηθικού.
|| θάρρος•поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•
не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.
3. νόημα, ουσία•это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•
дух времени το πνεύμα των καιρών.
4. άυλη υπόσταση•добрый дух το αγαθό πνεύμα•
злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).
5. αναπνοή•дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•
затаить -κρατώ την ανάσα•
дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.
6. παλ. αέρας.7. μυρουδιά.8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•
он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.
|| με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.
εκφρ.святой – Αγιο Πνεύμα•святым -ом (узнать – κ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•быть в -е – είμαι σε ευθυμία•быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчаться – κ.τ.τ.) ολοταχώς•быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας. -
4 слыхом
επίρ.: слыхом не слыхать (не слыхивать не слыхано) απλ. α) ποτέ δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα, β) ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε φανιά, ούτε λαλιά (καμιά είδηση). -
5 топонимия
-и θ. (γλωσ.) τοπωνυμία, τοπο-λαλιά. -
6 Babble
v. intrans.Make a noise: of inanimate things, P. and V. ψοφεῖν.——————subs.Nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλαυρία, ἡ, P. ληρήματα, τά.Noise: P. and V. ψόφος, ὁ.Meaningless talk: P. and V. ψόφος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Babble
-
7 Chatter
v. intrans.P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. ἀδολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.——————subs.Gossip: V. λεσχαί, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chatter
-
8 Chattering
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chattering
-
9 Communicativeness
subs.Talkativeness: Ar. and P. λαλία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Communicativeness
-
10 Gabble
v. intrans.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gabble
-
11 Garrulity
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Garrulity
-
12 Gossip
subs.——————v. intrans.P. λογοποιεῖν.Listen, Odysseus, let us have some gossip with you: V. ἄκουʼ Ὀδυσσεῦ διαλαλήσωμέν τί σοι (Eur., Cycl. 175).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gossip
-
13 Loquacity
subs.Ar. and P. λαλία, ἡ, P. πολυλογία, ἡ, V. γλωσσαλγία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loquacity
-
14 Prating
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prating
-
15 Prattle
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prattle
-
16 Scandal
subs.Woman is a creature that loves scandal: φιλόψογον δὲ χρῆμα θηλειῶν ἔφυ (Eur., Phoen. 198).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scandal
-
17 Talk
v. intrans.Ar. and P. διαλέγεσθαι.Talk about: P. διαλέγεσθαι περί (gen.).Talk to: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.); see converse with.Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. ἀδολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.Blab: P. and V. ἐκλαλεῖν (Eur., frag.).——————subs.Conversation: P. διάλεκτος, ἡ, διάλογος, ὁ, P. and V. λόγος, ὁ, or pl., V. βᾶξις, ἡ (Eur., Med. 1374).Gossip: V. λέσχαι, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talk
-
18 Talkativeness
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talkativeness
-
19 Tattle
subs.Ar. and P. λῆρος, ὁ φλυαρία, ἡ, P. ὕθλος, ὁ, ληρήματα, τά.Gossip: V. λέσχαι, αἱ.——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tattle
См. также в других словарях:
λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾷ — λαλιά talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιός fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… … Dictionary of Greek
λαλιά — η φωνή, ομιλία, κελάδημα: Από το φόβο έχασε τη λαλιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιάς — λαλιά̱ς , λαλιά talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιή talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾶς — λαλιά talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιός fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῆς — λαλιά talk fem gen sg (epic ionic) λαλιή talk fem gen sg (epic ionic) λαλιός fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῇ — λαλιά talk fem dat sg (epic ionic) λαλιή talk fem dat sg (epic ionic) λαλιός fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)