Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

λαλιά

  • 1 голос

    голос
    м
    1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:
    во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·
    3. (при голосовании) ἡ ψήφος:
    право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης.

    Русско-новогреческий словарь > голос

  • 2 речь

    речь
    ж
    1. (способность говорить) ὁ λόγος, ἡ μιλιά:
    органы речи τά ὀργανα του λόγου· дар речи ἡ εὐγλωττία, τό χάρισμα τοῦ λόγου· потерять дар речи χάνω τή λαλιά μου, βουβαίνομαν владеть речью ξέρω νά μιλώ, ἔχω τό λέγειν
    2. (язык) ἡ γλώσσα:
    изысканная \речь ἡ περίτεχνη γλώσσα· устная \речь ὁ προφορικός λόγος·
    3. (разговор, беседа) ὁ λόγος, ἡ ὁμιλία, ἡ κουβέντα:
    \речь идет о том, чтобы... λέμε ὀτι..., ἡ συζήτηση γίνεται γιά...· заводить \речь (о чем-л.) ἀνοίγω κουβέντα· об этом не может быть и речи ὁϋτε λόγος νά γίνεται·
    4. (выступление) ἡ ὀμιλία, ὁ λόγος, ἡ ἀγό-ρευση [-ις] / ἡ προσφώνηση [-ις] (в торжественных случаях).

    Русско-новогреческий словарь > речь

  • 3 дух

    -а (-у) α.
    1. νους, διάνοια, νόηση, πνεύμα•

    в здоровом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί•

    в том же -е στο ίδιο πνεύμα•

    в этом -е σ'αυτό το πνεύμα.

    (φιλοσ.) το Πνεύμα•

    абсолютный дух το απόλυτο Πνεύμα.

    || (θρησκ.) ψυχή.
    2. ηθικό•

    боевой дух μαχητικό πνεύμα•

    моральный дух το ηθικό•

    дух войска το ηθικό του στρατεύματος, του στρατού•

    сила -а ηθική δύναμη•

    подъм -а ανέβασμα (άνοδος) ηθικού•

    упадок -а πτώση ηθικού.

    || θάρρος•

    поднять дух ενθαρρύνω, εμψυχώνω•

    не хватает -а δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος.

    3. νόημα, ουσία•

    это противоречит -у закона αυτό είναι! αντίθετο προς το πνεύμα του νόμου•

    дух времени το πνεύμα των καιρών.

    4. άυλη υπόσταση•

    добрый дух το αγαθό πνεύμα•

    злой ή нечистый дух το κακό ή πονηρό πνεύμα (οι δαίμονες).

    5. αναπνοή•

    дух захватывает (ή занимает, замирает) μου πιάνεται η αναπνοή•

    затаить -κρατώ την ανάσα•

    дайте перевести дух αφήστε με να πάρω αναπνοή,- ν' ανασάνω.

    6. παλ. αέρας.
    7. μυρουδιά.
    8. (με σημ. κατηγ.) -ом γρήγορα, τάχιστα•

    скакать во весь дух καλπάζω στα τέσσερα•

    он -ом ЭТО сделает αυτός θα το φτιάσει στο πι και στο φι.

    || με μια ανάσα, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά•

    он одним -ом выпил большой бокал αυτός έπιε ένα μεγάλο ποτήρι μονοκοπανιά.

    εκφρ.
    святой – Αγιο Πνεύμα•
    святым -ом (узнатьκ.τ.τ.) άγνωστο από που το ξέρω•
    быть в -е – είμαι σε ευθυμία•
    быть не в -е – είμαι σε δυσθυμία, έχω κακοκεφιά•
    во весь дух ή что есть -у ( бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) ολοταχώς•
    быть на -у – εξομολογούμαι στον πνευματικό•
    как на -у – ειλικρινά, χωρίς να κρύψω τίποτε (σαν στον πνευματικό)•
    покаяться на -у – μεταμελούμαι στον πνευματικό•
    расположение ή состояние -а – ψυχική διάθεση•
    ни слуху ни -у – ούτε φωνή ούτε ακρόαση, μήτε φανιά μήτε λαλιά (κανένα σημείο ζωής)•
    чтобы -у не было – να μη μείνει ούτε ψυχή•
    дух противоречия – πνεύμα αντιλογίας.

    Большой русско-греческий словарь > дух

  • 4 слыхом

    επίρ.: слыхом не слыхать (не слыхивать не слыхано) απλ. α) ποτέ δεν ακούστηκε τέτοιο πράγμα, β) ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, ούτε φανιά, ούτε λαλιά (καμιά είδηση).

    Большой русско-греческий словарь > слыхом

  • 5 топонимия

    θ. (γλωσ.) τοπωνυμία, τοπο-λαλιά.

    Большой русско-греческий словарь > топонимия

  • 6 Babble

    v. intrans.
    Talk nonsense: P. and V. ληρεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι; see Chatter.
    Make a noise: of inanimate things, P. and V. ψοφεῖν.
    ——————
    subs.
    Nonsense: Ar. and P. λῆρος, ὁ, φλαυρία, ἡ, P. ληρήματα, τά.
    Chatter: Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά, P. πολυλογία, ἡ ; see Chatter.
    Noise: P. and V. ψόφος, ὁ.
    Meaningless talk: P. and V. ψόφος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Babble

  • 7 Chatter

    v. intrans.
    P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. ἀδολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά, P. πολυλογία, ἡ.
    Gossip: V. λεσχαί, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chatter

  • 8 Chattering

    adj.
    P. and V. λλος, P. πολύλογος, V. στόμαργος, πολύγλωσσος, θυρόγλωσσος, Ar. λαλητικός.
    ——————
    subs.
    V. γλωσσαλγία, ἡ, Ar. and P. λαλία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Chattering

  • 9 Communicativeness

    subs.
    Talkativeness: Ar. and P. λαλία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Communicativeness

  • 10 Gabble

    v. intrans.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.
    Talk nonsense: P. and V. ληρεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν.
    ——————
    subs.
    Chatter: Ar. and P. λαλία, ἡ; see Chatter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gabble

  • 11 Garrulity

    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά, P. πολυλογία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Garrulity

  • 12 Gossip

    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, V. λαλήματα, τά, λεσχαί, αἱ.
    Person who gossips: V. λλημα, τό, or use adj., P. and V. λλος, V. στόμαργος, P. σπερμολόγος.
    ——————
    v. intrans.
    P. λογοποιεῖν.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, ἐκλαλεῖν (Eur., frag.).
    Listen, Odysseus, let us have some gossip with you: V. ἄκουʼ Ὀδυσσεῦ διαλαλήσωμέν τί σοι (Eur., Cycl. 175).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gossip

  • 13 Loquacity

    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, P. πολυλογία, ἡ, V. γλωσσαλγία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loquacity

  • 14 Prating

    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά.
    Gossip: V. λεσχαί, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prating

  • 15 Prattle

    v. intrans.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν; see Chatter.
    Prattle ( of children): Ar. τραυλίζειν.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, V. λαλήματα, τά; see Chatter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prattle

  • 16 Scandal

    subs.
    Disgrace: P. and V. αἰσχνη, ἡ, τιμία, ἡ, ὄνειδος, τό, V. αἶσχος, τό.
    Calumny: P. and V. διαβολή, ἡ, Ar. and P. συκοφαντία, ἡ, P. βασκανία, ἡ, βλασφημία, ἡ.
    Gossip: Ar. and P. λαλία, ἡ, V. λαλήματα, τά, λεσχαί, αἱ.
    Woman is a creature that loves scandal: φιλόψογον δὲ χρῆμα θηλειῶν ἔφυ (Eur., Phoen. 198).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scandal

  • 17 Talk

    v. intrans.
    Ar. and P. διαλέγεσθαι.
    Talk about: P. διαλέγεσθαι περί (gen.).
    Speak of mean: P. and V. λέγειν (acc.), φράζειν (acc.), V. ἐννέπειν (acc.); see Mean.
    Talk over (a person); see persuade; (a thing); see Discuss.
    Talk to: Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat. or πρός, acc.), V. διὰ λόγων φικνεῖσθαι (dat.); see converse with.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, P. δολεσχεῖν, V. πολυστομεῖν, Ar. φληναφᾶν, στωμύλλεσθαι.
    Blab: P. and V. ἐκλαλεῖν (Eur., frag.).
    ——————
    subs.
    Conversation: P. διάλεκτος, ἡ, διάλογος, ὁ, P. and V. λόγος, ὁ, or pl., V. βᾶξις, ἡ (Eur., Med. 1374).
    Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ.
    Gossip: V. λέσχαι, αἱ.
    Chatter: Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά, P. πολυλογία, ἡ.
    Be the talk of the town, v.: use P. and V. θρυλεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talk

  • 18 Talkativeness

    subs.
    Ar. and P. λαλία, ἡ, V. γλωσσαλγία, ἡ; see Chatter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Talkativeness

  • 19 Tattle

    subs.
    Ar. and P. λῆρος, ὁ φλυαρία, ἡ, P. ὕθλος, ὁ, ληρήματα, τά.
    Chatter: Ar. and P. λαλία, ἡ, δολεσχία, ἡ, V. λαλήματα, τά.
    Gossip: V. λέσχαι, αἱ.
    ——————
    v. intrans.
    P. and V. ληρεῖν, Ar. and P. φλυαρεῖν, παραληρεῖν, Ar. ὑθλεῖν.
    Chatter: P. and V. λαλεῖν, θρυλεῖν; see Chatter.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tattle

См. также в других словарях:

  • λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιᾷ — λαλιά talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιός fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… …   Dictionary of Greek

  • λαλιά — η φωνή, ομιλία, κελάδημα: Από το φόβο έχασε τη λαλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιάς — λαλιά̱ς , λαλιά talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιή talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιᾶς — λαλιά talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιός fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιῆς — λαλιά talk fem gen sg (epic ionic) λαλιή talk fem gen sg (epic ionic) λαλιός fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλιῇ — λαλιά talk fem dat sg (epic ionic) λαλιή talk fem dat sg (epic ionic) λαλιός fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»