Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καταλαλιά

См. также в других словарях:

  • καταλαλιά — καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc/acc dual καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιᾷ — καταλαλιά evil report fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιά — η (AM καταλαλιά) [καταλαλώ] συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • καταλαλιά — η κακολογία, κατηγορία, κακογλωσσιά. Μ έφαγε η καταλαλιά του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλαλιάν — καταλαλιά̱ν , καταλαλιά evil report fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιάς — καταλαλιά̱ς , καταλαλιά evil report fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιαῖς — καταλαλιά evil report fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιαί — καταλαλιά evil report fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιᾶς — καταλαλιά evil report fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλιῶν — καταλαλιά evil report fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαλητό — το η καταλαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου στα άλλα γένη ρηματ. επιθ. *καταλαλη τός (< κατα λαλώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»