-
1 καταλαλια
-
2 καταλαλιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταλαλιά
-
3 καταλαλιά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > καταλαλιά
-
4 καταλαλιά
наговор, клевета, злословие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > καταλαλιά
-
5 καταλαλητό
το, καταλαλιά η злословие, сплетня; клевета -
6 2636
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2636
См. также в других словарях:
καταλαλιά — καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc/acc dual καταλαλιά̱ , καταλαλιά evil report fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιᾷ — καταλαλιά evil report fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιά — η (AM καταλαλιά) [καταλαλώ] συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ) … Dictionary of Greek
καταλαλιά — η κακολογία, κατηγορία, κακογλωσσιά. Μ έφαγε η καταλαλιά του κόσμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταλαλιάν — καταλαλιά̱ν , καταλαλιά evil report fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιάς — καταλαλιά̱ς , καταλαλιά evil report fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιαῖς — καταλαλιά evil report fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιαί — καταλαλιά evil report fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιᾶς — καταλαλιά evil report fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλιῶν — καταλαλιά evil report fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλαλητό — το η καταλαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού αμάρτυρου στα άλλα γένη ρηματ. επιθ. *καταλαλη τός (< κατα λαλώ] … Dictionary of Greek