-
1 λαλημα
-
2 λάλημα
τό1) разговор; болтовня; 2) щебетание, пение (птиц); 3) звук, звучание (муз. инструмента); 4) πλ. см. λαλούμενα -
3 εκφυω
1) (по)рождать, производить на свет(παῖδές τινι Soph.; Ἀγαμέμνονα Ἀερόπης λέκτρων ἄπο Eur.; ἥ γῆ ἐκφύουσα πάντα Arst.; πλῆθος μυῶν Plut.)
2) выращивать(τὰ κέρατα Arst.)
3) med.-pass. (aor. 2 ἐξέφῡν, pf. ἐκπέφῡκα - эп. ἐκπέφυα) досл. вырастать, перен. рождаться(ἐλευθέρου πατρός Soph.)
γῆς ἐκπεφυκέναι μητρός Eur. — родиться от матери-земли;τὰ ἐκφυόμενα Arst. — растения;λάλημα ἐκπεφυκός Soph. — прирожденный болтун -
4 λαλιά
См. также в других словарях:
λάλημα — talk neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάλημα — το (AM λάλημα) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φλυαρία νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα») 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου 3. στον πληθ. τα λαλήματα τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή… … Dictionary of Greek
λάλημα — το ατος,φωνή, κελάδημα, ήχος μουσικού οργάνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαλημάτων — λάλημα talk neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήμασι — λάλημα talk neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματα — λάλημα talk neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματι — λάλημα talk neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλήματος — λάλημα talk neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου … Dictionary of Greek
έπασμα — ἔπασμα, το και ἐπασμός, ο (AM) μσν. 1. το λάλημα, το κελάηδημα τών πουλιών 2. άσμα αρχ. επωδή, μαγικό άσμα, μαγγανεία, ξεμάτιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άσμα «τραγούδι»] … Dictionary of Greek
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek