Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λαγάσαι

См. также в других словарях:

  • λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… …   Dictionary of Greek

  • μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… …   Dictionary of Greek

  • τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… …   Dictionary of Greek

  • χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»