Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μαδαρότης

См. также в других словарях:

  • μαδαρότης — μαδαρότης, ητος, ἡ (Α) [μαδαρός] 1. η ιδιότητα τού μαδαρού, η φαλακρότητα 2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων …   Dictionary of Greek

  • μαδαρότης — baldness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαδαρότητι — μαδαρότης baldness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»