-
1 δίκω
-
2 δίκω
δικεῖνthrow: aor subj act 1st sg -
3 δικάζω
Aδικάσω Il.23.579
, Ar.Eq. 1089, V. 689, 801, Pl.Criti. 120a, etc.; [dialect] Ion.δικῶ Hdt.1.97
; inf. δικᾶν GDIiv p.880 ([place name] Chios), SIG 134b23 (Milet.): [tense] aor. ἐδίκασα, [dialect] Ep. δίκασα, δίκασσα, Od.11.547, Il.23.574: [tense] pf.δεδίκακα Heraclid.Cum.1
:—[voice] Med. (v. infr. 11), [tense] fut.- άσομαι Hdt.1.96
, D.37.37: [tense] aor.ἐδικασάμην Lys.12.4
, D.38.17, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίκαστο (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] fut.δικασθήσομαι D.H.5.61
,δεδικάσομαι Luc.
Bis Acc.14: [tense] aor.ἐδικάσθην Th.1.28
, Pl.Cri. 50b: [tense] pf.δεδίκασμαι Lys.21.18
: [tense] plpf.ἐδεδίκαστο D.33.27
: ([etym.] δίκη):—judge, sit in judgement, Il.23.579, Hdt.1.14, Antipho 5.90, etc.; sit as a juror, D.21.75;δ. καὶ ἐκκλησιάζειν Lys.26.2
, cf. Arist.Pol. 1293a9, etc.2 c. acc. rei, give judgement on, decide, determine, Il.1.542;δ. δίκην Hes.Op.39
, etc.;ἀλιτρά Pi.O.2.65
; , cf. 601;τἀμπλακήματα Id.Supp. 230
; δ. δίκην ἄδικον give an unjust judgement, Hdt.5.25;δ. ἐμπορικὰς δίκας D.35.46
; less freq.,γραφὰς δ. Lycurg.7
;εὐθύνας D.19.132
;ἀγῶνα Din.1.46
: c. acc. cogn., δίκας δ. adjudge a penalty, Hdt.6.139; δ. φυγήν τινι decree it as his punishment, A.Ag. 1412; δ. φόνον ματέρος ordain her slaughter, E.Or. 164 (lyr.): c. gen., δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Draconis ap.IG12.115.11; δ. τοῦ ἐγκλήματος (sc. δίκην) X.Cyr.1.2.7:—[voice] Pass.,δίκαι δικασθεῖσαι Pl.Cri. 50b
, cf. Lys.17.3; ὁποτέρων ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν it may be decided.., Th.1.28.3 φόνον δ. plead in a case of murder, E.Or. 580: abs., plead, D.C.69.18.4 c. dat. pers., decide between persons, judge their cause, ; , cf. Hdt.1.97;τοῖσι Πέρσῃσι δίκας δ. Id.3.31
; ἑκάστῳ κατὰ τὸ μέγαθος τοῦ ἀδικήματος passed judgement on each, Id.2.137.5 c. inf.,δικαξάτω λαγάσαι Leg.Gort.1.5
;ἐδίκασαν δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14
; δ. ὡς .. Id.1.84.6 [voice] Pass.,αἰσχρὰς δίκας δ.
to have actions brought against one,Lys.
21.18.II [voice] Med., of the party, plead one's cause, go to law, Od.11.545, 12.440, Hdt.1.96, Th.1.77;πρὸς τοὺς ἀστυνόμους Pl.Lg. 845e
; δίκην δικάζεσθαί τινι go to law with one, Lys.12.4, D.55.31; simply,δ. τινί Pl.Euthphr.4e
;πρός τινας Th. 3.44
; prop. of a private suit, opp. a public prosecution, D.21.26: with gen. added,δ. τινὶ κακηγορίας Lys.10.12
;κλοπῆς D.22.27
, etc.;ἐδεδίκαστο ἄν μοι τῆς ἐγγύης Id.33.27
; δ. τινὶ περί τινος ib.26.
См. также в других словарях:
δίκω — δικεῖν throw aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδικώ — κακοδικῶ (Μ) 1. (για δικαστήριο) εκδίδω άδικη απόφαση 2. βλάπτω, κάνω κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + δικῶ (< δίκης < δίκη), πρβλ. αυτο δικώ, φιλο δικώ] … Dictionary of Greek
δικάω — και δικώ επαρκώ, είμαι αρκετός, φθάνω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δικάω ή δικώ είναι διαλεκτικός και προήλθε από το αρχ. διοικώ, αόρ. διώκησα χωρίς να έχει σχέση με τα δίκη, δικάζω. Το ρ. χρησιμοποιήθηκε ήδη από τον Πρόδρομο: «μη προσδοκάς δε πάλιν,… … Dictionary of Greek
στρεψοδικώ — στρεψοδικῶ, έω, ΝΑ χρησιμοποιώ στρεψοδικίες νεοελλ. διαστρέφω την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αόρ. ἔστρεψα τού στρέφω + δικῶ (< δικος < δίκη), πρβλ. φυγο δικώ] … Dictionary of Greek
δακτυλόδικτος — δακτυλόδικτος, ον (Α) φρ. «δακτυλόδικτον μέλος» (Αισχ.) ο ήχος τής σβούρας την οποία έριξε κάποιος με τα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + *δικτος < δικείν, απαρμφ. του αορ. έδικον τού άχρηστου ενεστ. *δίκω «ρίχνω, χτυπώ»] … Dictionary of Greek
ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… … Dictionary of Greek
μοροδικώ — μοροδικῶ, έω (Α) δ. γρφ. τού μοιροδικώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρος + δικῶ (< δικος < δίκη)] … Dictionary of Greek