Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λαβή

См. также в других словарях:

  • λαβή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • λαβή — η 1. το μέρος απ όπου κρατούμε κάτι, το χερούλι: Άρπαξε το μαχαίρι από τη λαβή. 2. μτφ., αφορμή: Μη δίνεις συνεχώς λαβή για σχόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβῇ — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor subj pass 3rd sg λαβή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβη — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβῃ — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λαμβάνω a aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβηι — λάβῃ , λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λάβῃ , λαμβάνω a aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβαῖς — λαβή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβαί — λαβή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβήν — λαβή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»