-
1 χειρο-λάβη
χειρο-λάβη, ἡ, = Folgdm, Mathem. vett.
-
2 χειρολαβίς
χειρο-λαβίς, ίδος, ἡ, u. χειρο-λάβη, ἡ, Handgriff, bes. die Handhabe am Pfluge -
3 χειρολάβη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρολάβη
См. также в других словарях:
μεσολαβή — η 1. (ως άσκηση γυμναστικής) το πιάσιμο τής μέσης με τα δύο χέρια 2. (στο αγώνισμα τής πάλης) λαβή που γίνεται από τον παλαιστή, ο οποίος συσφίγγει με τα δύο χέρια τη μέση τού αντιπάλου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + λαβή (πρβλ. χειρο λαβή)] … Dictionary of Greek