Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λίμναι

См. также в других словарях:

  • Λίμναι — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίμναι — I Ιερή περιοχή της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν Ν της Ακρόπολης, όπου υπήρχε και ναός του Διονύσου. Κάθε χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος μηνός, το ιερό άνοιγε και οι Αθηναίοι προσέφεραν γλεύκος (μούστο) στον Λιμναίο Διόνυσο. Ακολουθούσε …   Dictionary of Greek

  • λίμναι — λίμνη pool of standing water fem nom/voc pl λίμνᾱͅ , λίμνη pool of standing water fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίας — λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem acc pl λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίμνᾳ — Λίμναι , Λίμναι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИМНЫ —    • Λίμναι,        1. город Мессении на границе Лаконии, в так называемом Дентальском округе. Насилие, совершенное здесь у храма Артемиды Лимнатидской мессенскими юношами над спартанскими девами, подало повод к 1 й Мессенской войне. На месте… …   Реальный словарь классических древностей

  • λιμναίαν — λιμναί̱ᾱν , λιμναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίης — λιμναί̱ης , λιμναῖος of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίους — λιμναί̱ους , λιμναῖος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»