-
1 Λίμναι
Λίμναιfem nom /voc pl -
2 λίμναι
λίμνηpool of standing water: fem nom /voc plλίμνᾱͅ, λίμνηpool of standing water: fem dat sg (doric aeolic) -
3 λιμναία
λιμναί̱ᾱ, λιμναῖοςof: fem nom /voc /acc dualλιμναί̱ᾱ, λιμναῖοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λιμναί̱ᾱͅ, λιμναῖοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 λιμναίας
λιμναί̱ᾱς, λιμναῖοςof: fem acc plλιμναί̱ᾱς, λιμναῖοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 Λιμνέων
Λίμναιfem gen pl (epic ionic) -
6 Λίμναις
Λίμναιfem dat pl -
7 Λίμναισιν
Λίμναιfem dat pl (epic ionic aeolic) -
8 λιμναίαν
λιμναί̱ᾱν, λιμναῖοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
9 λιμναίης
λιμναί̱ης, λιμναῖοςof: fem gen sg (epic ionic) -
10 λιμναίους
λιμναί̱ους, λιμναῖοςof: masc acc pl -
11 Λίμνα
-
12 Λίμνᾳ
-
13 λιμναίων
λιμναῖονneut gen plλιμναί̱ων, λιμναῖοςof: fem gen plλιμναί̱ων, λιμναῖοςof: masc /neut gen pl -
14 Λιμνών
-
15 Λιμνῶν
-
16 Λίμνας
Λίμνᾱς, Λίμναιfem acc pl -
17 Λίμνησι
-
18 Λίμνῃσι
-
19 Λίμνησιν
-
20 Λίμνῃσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λίμναι — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίμναι — I Ιερή περιοχή της Αθήνας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν Ν της Ακρόπολης, όπου υπήρχε και ναός του Διονύσου. Κάθε χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος μηνός, το ιερό άνοιγε και οι Αθηναίοι προσέφεραν γλεύκος (μούστο) στον Λιμναίο Διόνυσο. Ακολουθούσε … Dictionary of Greek
λίμναι — λίμνη pool of standing water fem nom/voc pl λίμνᾱͅ , λίμνη pool of standing water fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμναίας — λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem acc pl λιμναί̱ᾱς , λιμναῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίμνᾳ — Λίμναι , Λίμναι fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИМНЫ — • Λίμναι, 1. город Мессении на границе Лаконии, в так называемом Дентальском округе. Насилие, совершенное здесь у храма Артемиды Лимнатидской мессенскими юношами над спартанскими девами, подало повод к 1 й Мессенской войне. На месте… … Реальный словарь классических древностей
λιμναίαν — λιμναί̱ᾱν , λιμναῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμναίης — λιμναί̱ης , λιμναῖος of fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμναίους — λιμναί̱ους , λιμναῖος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)