-
61 ἀντερείδω
A set firmly against, χειρὶ χεῖρ' ἀντερείσαις clasping hand in hand, Pi.P.4.37; butἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀν[τ]ερείδων Id.Pae.6.87
;ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις δόρυ E.Supp. 702
; ἀ. ξύλα [τῷ πύργῳ] set wooden stays or props against it, X.HG5.2.5; ἀ. βάσιν plant it firm, S.Ph. 1403; λίθοι οἱ-οντες τὰς περιφερεῖς στέγας springers of a vault, Demetr.Eloc.13.II intr., stand firm, resist pressure, offer resistance, opp. ὑπείκω, X.Cyr.8.8.16, cf. Cyn.10.16, Pl.Ti. 45c, Arist. MA 698b18, Epicur.Fr.76 bis; exert counter-pressure,θέναρι ἀ. Hp. Fract.14
; τὸ ὠθούμενον ἀ. ὅθεν ὠθεῖται offers resistance in the direction from which the pressure comes, Arist.Mech. 858a26; πρός or περί τι, Plu.2.924d, 923e.2 metaph., exert mutual pressure, of contending politicians, Phld.Rh.2.51 S. (dub.); simply, argue against, Sor.2.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντερείδω
-
62 ἀργομέτωπος
ἀργομέτωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργομέτωπος
-
63 ἀρουραῖος
A of or from the country, rural, rustic, μῦς ἀ. field-vole, Hdt.2.141; ; ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.Ra. 840; ἀ. Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. AB211 sq.; ἀ. λίθοι rough stones, SIG2587.21; φυτὰ ἀ. field-weeds, Thphr.HP7.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρουραῖος
-
64 ἄδετος
-
65 ἄραριν
-
66 ἄσπιλος
ἄσπῐλ-ος, ον, lit.A stainless: hence, faultless, without blemish,λίθοι IG2.1054c4
, cf. AP6.252 (Antiphil.), 1 Ep.Ti.6.14, 1 Ep.Pet.1.19, etc.;ἄ. ἀπὸ παντὸς κινδύνου PMag.Leid.V.8.11
: [comp] Comp. and [comp] Sup. vv. ll. for sq. in Dsc.2.167.II ἄσπιλος· χειμάρρους (Maced.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσπιλος
-
67 ἄσχαστος
ἄσχαστος, ον,A unshakable, firm,λίθοι IG7.3073.163
(Lebad.), cf. BCH29.468 ([place name] Delos):—written [full] ἄσκαστος IG7.4255 ([place name] Oropus).II without a gap, Eutoc. in Archim.3p.94H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσχαστος
-
68 ἄτμητος
ἄτμητος, ον,A not carved, IG1.322;λίθοι Ph.2.253
; uncut,ἔθειραι A.R.2.708
; unwounded, S.Fr. 124; not laid waste, unravaged,γῆ Th.1.82
: and so metaph.,ὑγίεια Gal.6.18
; unpruned,Plu.
Num.14; unreaped, Ph.2.390;λίβανος ἄ.
in lumps,PMag.Par.
1.1991; ἀργυρεῖα ἄ. silver-mines as yet unopened, X.Vect.4.27; of animals, entire, Arist.HA 632a9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτμητος
-
69 ἐγγώνιος
A forming an angle, esp. right angle,σχῆμα Hp.Art.22
; λίθοι ἐντομῇ ἐγγώνιοι cut square, Th.1.93;πύργοι J.BJ 7.8.3
. Adv. - ίως Paul.Aeg.6.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγώνιος
-
70 ἐλαιακόνη
ἐλαι-ᾰκόνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιακόνη
-
71 ἐνδιάκειμαι
9 [suff] ἐνδια-κειμένως, Adv. = ἐνδιαθέτως, λέγειν τι Hermog.Id.2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιάκειμαι
-
72 ἐνράπτω
A sew up in,βυβλίον εἰς ἡνίαν χαλινοῦ Aen.Tact.31.9
, Plu. Arat.25:—[voice] Med., Διόνυσον ἐνερράψατο ἐς τὸν μηρόν into his thigh, Hdt. 2.146, cf. IG14.1285, 1292:—[voice] Pass., to be sewed up in,ἐνερράφη Διὸς μηρῷ E.Ba. 286
;ἱμάντα ἐν ᾧ ἐπιστολὴ ἐνέρραπτο Aen.Tact.31.32
;λίθοι ἐνερραμμένοι τῷ ἐσσῆνι J.AJ3.8.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνράπτω
-
73 ἐνσκήπτω
A hurl, dart in or upon, ὁ θεὸς ἐνέσκηψε βέλος [ἐς οἰκίην] the god darted his lightning on it, Hdt.4.79;τούτων ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεὸς.. νοῦσον Id.1.105
; ἐνισκ. ἰόν v.l. in Nic. Th. 140, cf. 336 (v. ἐνσκίμπτω).II intr., fall in or on,ἐνέσκηψαν οἱ λίθοι ἐς τὸ τέμενος Hdt.8.39
;ἐν οἷς ἂν [δένδροις] ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arist.Pr. 906b24
;κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plu.Aem.24
;τινί Ael.NA14.27
;ὁκόσα κύστι καὶ νεφροῖσι ἐνσκήπτει Aret.SD2.2
;εἰς κεφαλήν D.C.53.29
: abs., Ruf.Fr.118; of love,εἴς τινα Alciphr.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσκήπτω
-
74 ἐντομή
ἐντομ-ή, ἡ,A slit, groove, Hp.Art.33,47; in insects, notch, incision, Arist.HA 487a33(pl.), 523b14(pl.);ἐντομαὶ κτενός Luc.Am.44
.3 narrow gorge, cleft, D.S.1.32. -
75 ἐξωτεριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξωτεριαῖος
-
76 ἐργάζομαι
A- άσομαι Thgn.1116
, etc., [dialect] Dor.ἐργαξοῦμαι Theoc.10.23
,ἐργῶμαι PCair.Zen.107.4
(iii B. C.), LXX Ge.29.27, al., IG7.3073.12 (Lebad., ii B. C. ) (but Hsch. ἐργᾷ· ἐργάζει): [tense] aor. εἰργασάμην, [dialect] Ion.ἐργ- Hdt.2.115
, A.Th. 845 (lyr.), etc., [ per.] 3pl. opt.ἐργασαίατο Ar.Av. 1147
, Lys.42 ; [dialect] Dor. M (Delph., iv B. C.): [tense] pf. εἴργασμαι, [dialect] Ion.ἔργ- Hdt.2.121
.έ, A.Fr. 311, etc.—These tenses are used both in [voice] Med. and [voice] Pass. signfs.: for other [voice] Pass. tenses, v. infr. 111:—[dialect] Att. Inscrr. of cent. iv have ἠργαζόμην, ἠργασάμην, ([etym.] ἐξ-) IG22.1585.11, 1669.10, al., but εἴργασμαι ib.1666 A27 ; so also ἠργάσατο ib.7.424 (Oropus, iv B. C.), εἰργασμένος ib.3073.51 (Lebad., ii B. C.),ἐξήργασατο UPZ19.8
(ii B. C.),εἴργασμαι PCair.Zen.146.3
(iii B. C.); but this rule is often broken in later Pap., Inscrr., and codd.:—work, labour, esp. of husbandry, Hes.Op. 299, 309, Th.2.72, etc.; but also of all manual labour, of slaves,ἐ. ἀνάγκῃ Od.14.272
; of quarrymen, Hdt.2.124, etc.;τὴν οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένον Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις in the mines, D.42.31 : c. dat. instr., χαλκῷ with brass, Hes.Op. 151 ; also of animals,βοῦς ἐργάτης ἐργάζεται S. Fr. 563
; of birds working to get food, Arist.HA 616b35 ; of bees, ib. 625b22 ; of Hephaestus' self-acting bellows, Il.18.469 ; τὸ χρῆμ' ἐργάζεται the matter works, i.e. goes on, Ar.Ec. 148 ; produces an effect,Thphr.
CP5.12.7 ; οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμόν ib.6.18.11.II trans., work at, make, ἔργα κλυτά, of Athena, Od. 20.72, cf. 22.422 ; ἀγάλματα, ὕμνους, Pi.N.5.1,I.2.46 ; τρίποδα, Νίκην, SIG34 (Delph., v B. C.); ;οἰκοδόμημα Th.2.76
; εἰκόνας, ἀνδριάντας, καλὰ ἔργα, Pl.Cra. 431c, X.Mem.2.6.6, Pl.Men. 91d ; κηρόν, σχαδόνας, of bees, Arist.HA 627a6,30 ;μέλι Sor.Vit. Hippocr.11
; make so and so,ξηρὸν ἐ. τινά Luc.DMar.11.2
;μέγαν Ael.VH3.1
.2 do, perform,ἔργα ἀεικέα Il.24.733
; ἔργον ἐπ' ἔργῳ ἐ., of husbandmen, Hes.Op. 382, cf. 397 ;ἐργασίας ἐ. Arist.EN 1121b33
, cf. X.Oec.7.20 ; ἐναίσιμα, φίλα ἐ., Od.17.321, 24.210 ; ;περὶ θεοὺς ἄδικον μηδέν Id.Grg. 522d
; ἐ. πρᾶγμα, opp. βουλεύειν, S.Ant. 267, cf. OT 347 ;τὸ ἔργον Κυρίου 1 Ep.Cor.16.10
: c. dupl. acc., do something to..,τά περ νῦν ἐ. [ὁ ἥλιος] τὸν Νεῖλον Hdt.2.26
, etc.; chiefly in bad sense, do one ill, do one a shrewd turn,κακὰ ἐργάζεσθαί τινα S.Ph. 786
, Th.1.137, etc.; so οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' ἐργάσει; S.Ph. 928, 1172 (lyr.), etc.;μὴ δῆτα τοῦτό μ' ἐργάσῃ Id.El. 1206
;αἴσχιστα ἐ. τινά Ar.V. 787
; less freq.,ἀγαθὰ ἐ. τινά Hdt.8.79
, cf. Th.3.52, Pl.Cri. 53a ;πολλὰ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα Id.Phdr. 244b
; seldom ;οἷν ἐμοὶ δυοῖν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα S.OT 1374
.c in Law, ζημίαν ἐ. do damage, Is.6.20, cf. Hyp.Ath.22.3 work a material,ὅπλα..οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο Od.3.435
; ἐ. γῆν till the land, Hdt.1.17, etc.;ἐ. [ἀγροὺς] ἐργάταις X.Cyr.1.6.11
;γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους Id.HG3.3.7
; [ ἀργυρῖτιν] Docum. ap. D.37.28 ; ἐ. θάλασσαν, of traders, D.H.3.46 ; γλαυκὴν ἐ., of fishers, Hes.Th. 440.4 earn by working,χρήματα Hdt.1.24
, Ar.Eq. 840, etc.;καινὸν βίον ἐκ τοῦ δικαίου And.1.144
, cf. Hes.Op.43 ;ἀργύριον ἀπὸ σοφίας Pl.Hp.Ma. 282d
;μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια X.Mem.2.8.2
.5 work at, practise, μουσικήν, τέχνας, etc., Pl.Phd. 60e, R. 374a, etc.;ἐπιστήμας X.Oec.1.7
; ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην v.l. in Isoc.13.6 ; δικαιοσύνην, ἀνομίαν, Act.Ap.10.35, Ev.Matt.7.23.6 abs., work at a trade or business, traffic, trade,ἐν [γναφείῳ] Lys.23.2
;ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν D.36.44
;ἐν τῇ ἀγορᾷ Id.57.31
(also οἱ τὴν τετράγωνον (sc. ἀγοράν) ἐργαζόμενοι those who trade in the square, BCH8.126 (cf. Glotta14.73));κατὰ θάλατταν D.56.48
; τούτοις..ναυτικοῖς ἐ. trade with this money on bottomry, Id.33.4 ;δὶς ἢ τρὶς ἐ. τῷ αὐτῷ ἀργυρίῳ Id.56.30
; ταῦτα ἐ. thus he trades, Id.25.82 ; traders,Id.
34.51 ; οἱ ἐν Δήλῳ ἐ., = Lat. qui Deli negotiantur, CIG2285b ; esp. of courtesans, σώματι ἐ., Lat. quaestum corpore facere, D.59.20 ;ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος Plb.12.13.2
; ἀπὸ τῆς ὥρας Alexis Sam. ap. Ath.13.572f, Plu.Tim.14.III [voice] Pass., rarely in [tense] pres. and [tense] impf., D.H.8.87 ([etym.] ἐξ-), Hyp.Eux.35 : [tense] fut.ἐργασθήσομαι S.Tr. 1218
, ([etym.] ἐξ-) Isoc.Ep.6.8 : [tense] pf. εἴργασμαι (v. infr.): [tense] aor. 1 , Thphr.HP6.3.2, etc.1 to be made or built,ἔργαστο τὸ τεῖχος Hdt.1.179
;ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργ. Th.4.8
; λίθοι εἰργ. wrought stones, Id.1.93 ;γῆ εἰργ. X.Oec.19.8
;θώρακας εὖ εἰργ. Id.Mem.3.10.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάζομαι
-
77 ἐσωτεριαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐσωτεριαῖος
-
78 ἑτερόπλευρος
ἑτερό-πλευρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερόπλευρος
-
79 ἰσόμετρος
Aσφηνίσκος Sever.
ap. Aët.7.92: c. dat.,ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα Just.Nov.97.5
; of equal perimeter, περὶ ἰ. σχημάτων, title of work by Zenodorus; in the same latitude, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.149: Subst., ἰσόμετρον, τό, life-size statue, τινος BCH 48.484 (Delos, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσόμετρος
-
80 ἴχνιππος
ἴχνιππος· ὅπου οἱ λίθοι τρίβονται, ἀκόνη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴχνιππος
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale