-
21 κρύσταλλος
A ice, Il.22.152, Od.14.477, Hdt. 4.28, S.Fr. 149;κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Th.3.23
; ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον prov., of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, Zen.5.58.2 = νάρκη, numbness, torpor, Opp.H. 3.155.II rock-crystal, D.P.781, Str.15.1.67, Ael.NA15.8, etc.: also fem., AP9.753 (Claudian.): as Adj.,οἱ κ. λίθοι D.S.2.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύσταλλος
-
22 λαχανοκοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανοκοπικός
-
23 λιχάς
-
24 λογάς
A picked, chosen, mostly in pl. of picked men,λ. νεηνίαι Hdt.1.36
,43, E.Hec. 544, etc.;τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ. Hdt.8.124
;λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους Id.9.63
;Ἀργείων οἱ χίλιοι λ. Th.5.67
;στρατηγῶν λογάδες E.Andr. 324
; of cattle, PStrassb.24.32 (ii A. D.); φωναὶ λογάδες chosen phrases, Phot.Bibl. p.491 B.: with collect.Nouns,στρατιὴ λ. ἡμιθέων AP15.51
(Arch.).2 λ. λίθοι unhewn stones, taken just as they were picked, Paus.7.22.5; cf.λογάδην, λέγω B. 1
, λιθολόγος.------------------------------------A whites of the eyes, Sophr.49, Call.Fr. 132, Nic.Th. 292 (sg., Poll.2.70): generally, eyes, AP5.269 (Paul. Sil.). -
25 λωφάω
2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654;πόνου S.Aj.61
;τῆς ὀδύνης Pl.Phdr. 251
c;φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R. 620c
; soλ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12
.4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg. 854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete. 362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15;ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6
.II trans., lighten, relieve,ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27
: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2. -
26 μελίχρυσος
μελίχρῡσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίχρυσος
-
27 μέτρημα
A measured distance, E. Ion 1138; measurement,λίθοι.. ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11
(Didyma, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτρημα
-
28 μηλοβαφής
μηλο-βᾰφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοβαφής
-
29 μηλοκοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοκοπικός
-
30 μνααῖος
A of the weight of aμνᾶ, λίθοι X.Eq.4.4
, Eq.Mag.1.16, v.l. in D.S.19.109; on which a mina is staked,τρῆμα Amips.20
:— also [full] μνᾱϊαῖος, α, ον, Arist.Cael. 311b4, Ph.Bel.69.12,al., Plb.13.2.3, D.S. l.c.: written [full] μνᾱγιαῖος, PLond.ined. 2199 (iv A. D.); μναϊαῖον, τό, = μνᾶ, POxy.265.18 (i A. D.); μ. [δίκαι] suits where a mina is at stake, IG9(1).333.12 ([dialect] Locr.):—also [full] μναϊεῖον, τό, gold coin worth a mina of silver, PCair.Zen.22.1,13 (iii B. C.), PLille15.1 (iii B. C.), UPZ 121.10 (ii B. C.): written [suff] μιτρ-ϊῆον, BGU 1532 (Ptol.), POxy.259.17 (i A. D.): for [full] μναῖαι (folld. by αἱ ) and [full] μναίας, Arist.HA 547a9, Gal.6.605, μναϊαῖαι, μναϊαίας shd. perh. be read.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνααῖος
-
31 οἰνώδης
οἰν-ώδης, ες,A of the nature or flavour of wine, ; ; of wines, containing more or less vinous strength, Hp. Acut.37, cf. Mul.1.52 ;οἰ. καρποί Thphr.CP6.14.4
; of grapes in general, Gal.6.578 ;ὀπῶραι Id.9.249
;ἀναπνέων οἰνῶδες Philostr.Her. 2.8
; wine-coloured,λίθοι Luc.Syr.D.32
, cf. Aret.SD2.9. -ών, ῶνος, ὁ, wine-cellar, X.HG6.2.6, IG22.1013.9, PSI4.396.5 (iii B. C.) ; wine-shop, Timae.60, cf. Gp.7.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνώδης
-
32 παρωτίς
A tumour of the parotid gland, Dsc.2.80, Gal. 16.484, etc.2 lobe of the ear, Lyc. 1402.4 Archit., = οὖς 11.2, ornament depending from the end of theὑπέρθυρον, λίθοι παρωτίδες Rev.Phil.44.250
(Didyma, ii B.C.), cf. Vitr.4.6.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρωτίς
-
33 πελεκάω
A hew or shape with an axe, Od.5.244 (in [dialect] Ep. form πελέκκησε), Hp. Art. 12, Ar. Av. 1157, IG22.1666A81, B16, LXX 3 Ki.6.1 (5.18[32]) ;λίθοι πεπελεκημένοι Ph. Bel.82.5
, cf. Supp.Epigr. 4.446.17,18,21 (Didyma, iii B. C.).II sens. obsc., Arar. 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελεκάω
-
34 πέτρινος
A rocky,ὄρος Hdt.2.8
; (anap.); ὄχθος, δειράδες, etc., E.IT 290, 1089 (lyr.), etc.;στάλα IG5(1).1111.37
([place name] Geronthrae);ποτήριον Anon.Vat.56
; λίθοι (opp. λευκοί, 'marble') Supp.Epigr.4.446 (Didyma, iii B. C.); π. ῥόος, τοῖχος π., Schwyzer89.9, 18 (Argos, iii B. C.): metaph., of a person, Anaxipp.3.3 (s. v. l.).III π. ἀκοντισμός, a Celtic manoeuvre, Arr.Tact.37.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτρινος
-
35 πετροβόλος
πετροβόλ-ος (parox.), ον,II Subst. πετροβόλος, ὁ, engine for throwing stones, Plb.5.4.6, LXXJb.41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distd. from καταπέλτης, Plb.8.7.2 (butκαταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους D.S.18.51
, cf. IG22.468.1): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, J.AJ9.10.3.III λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib.Ez.13.11, 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετροβόλος
-
36 πέτρωμα
II θανεῖν.. λευσίμῳ πετρώματι to die by stoning, E.Or.50, 442.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέτρωμα
-
37 πολυτελής
A very expensive, costly, opp.εὐτελής, οἰκίη Hdt.4.79
;τράπεζα Democr.210
;παρακομιδή Th.7.28
; ;παρασκευαί X.Hier.1.20
([comp] Comp.);π. νεκρός
honoured with a costly funeral,Men.
Per.Fr.2; λίθοι, λιθεία, precious stones, OGI90.34 (Rosetta, ii B.C.), 132 (Egypt, ii B.C.): generally, valuable,-εστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν.. δύναμιν ἐδημιούργησεν Pl.R. 507c
; -έστατον ζῷον, v.l. for πολυφρονέστατον, Euryph. ap. Stob.4.39.27.II of persons, lavish, extravagant, coupled with ἄσωτος, Men.615;γυνὴ π. ἐστ' ὀχληρόν Id.325.7
;ἑταίρα π. Id.824
;π. τῷ βίῳ Antiph.80.5
. Adv.- λῶς Eup.335
, Lys.7.31, X.Mem.3.11.4: [comp] Sup., in the costliest manner,Hdt.
2.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτελής
-
38 πρότιμος
πρότῑμ-ος, ον,A most honoured, Xenoph.2.17: abs., π. λίθοι precious stones, v.l. in Pl.Lg. 947d;προτιμότερον τῶν χρημάτων Id.Erx. 393d
(v.l.), cf. J.AJ 6.10.2, Luc.D Deor.5.3, Ael.NA8.4 (s. v.l.), D.C.47.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότιμος
-
39 πωτάομαι
Aπωτῶντο Il.12.287
: [dialect] Dor. [tense] fut. πωτάομαι [ᾱ] Ar.Lys. 1013: [tense] aor.ἐπωτήθην AP7.699
, ([etym.] ἐξ-) Babr.12.1:—poet. Frequentat. of ποτάομαι, fly about,λίθοι πωτῶντο Il.
l.c.;σπινθαρίδες h.Ap. 442
;ψυχαὶ ἀσεβέων.. πωτῶνται ἐν ἄλγεσι Pi.Fr.132.1
(sed leg. ποτῶνται); πωτῶντο.. μέλισσαι Theoc.7.142
; [αἰετὸς] πωτᾶτ' ἔνθα καὶ ἔνθα Q.S.5.437
; [dialect] Ion. [tense] impf. πωτάσκετο ἄμβροτος αἴγλη Orac. ap. Marin.Procl.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πωτάομαι
-
40 σμύρις
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale