-
61 ἀντί
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀντί
-
62 ἀριδείκετος
ἀρι - δείκετος ( δείκνῦμι, digito monstrari): distinguished, illustrious, Od. 11.540; usually w. part. gen., πάντων ἀριδείκετε λᾶῶν, ‘among,’ Od. 8.382.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀριδείκετος
-
63 ἔθνος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔθνος
-
64 κοσμήτωρ
κοσμήτωρ, ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοσμήτωρ
-
65 λᾶας
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λᾶας
-
66 λάω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λάω
-
67 ὄρχαμος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄρχαμος
-
68 ποιμήν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ποιμήν
-
69 λάσκω
Grammatical information: v.Meaning: `ring, rattle' (only λᾰκεῖν), `crash' (- ληκέω), (λᾱκέω), `shout, scream, speak loudly'; on the meaning Björck Alpha impurum 280 ff. (A., E., Ar.).Other forms: Lengthened λασκάζει φλυαρεῖ, θωπεύει H., ἐπι-ληκέω (θ 379), (δια-)λᾱκέω (Ar. Nu. 410, Theoc., Act. Ap. 1, 18), λᾰκάζω (A.), also λάω in ( ὀξὺ) λάων? (cf. s.v.), aor. λᾰκεῖν (Il., trag.), λελᾰκέσθαι (h. Merc.), λᾰκῆσαι (Ar. Pax 382), -λᾱκῆσαι (Ar. Nu. 410), fut. λακήσομαι (Ar. Pax 381,384), perf. λέληκα (X 141), λέλᾱκα (A. in lyr., E., Ar.).Derivatives: 1. From λακεῖν: λάκος ἦχος, ψόφος; λακερόν ἠχαῖον (cod. εἰκαῖον) H., λακέρυζα `screaming' ( κορώνη Hes.; also κύων, second. - ζος; Schwyzer 473 472 A. 3) with λακερύζω, - ομαι (EM, H., Phot., Suid.), but s. on λαγκύζεσθαι; λακέτᾱς (λᾱκ-?) `kind of cicada' (Ael.; cf. Gil Emer. 25,318); λάκημα `fragment' (cf. Björck 282; at least partly to λακίς, s. v.). 2. From ληκέω, λᾱκέω: Λακητήρ spit of land of Kos (Fraenkel Nom. ag. 1, 162); here also Ληκήτρια f. name of a goddess (Lyc. 1391) after Schwyzer RhMus. 75, 448 (codd. Ληκτηρ-); ληκητής `cryer' and λᾱκεδόνες f. pl. `bawling' (Timo). To the old pair λᾰκεῖν: λέλᾱκα, - ηκα (cf. κρᾰγεῖν κέκρᾱγα a. o.) the other forms were created: to λᾰκεῖν: λάσκω (from *λάκ-σκω; cf. below), λᾰκάζω, λᾰκῆσαι, λελᾰκέσθαι (old?); to λέλᾱκα, - ηκα: λᾱκέω, ληκέω, λᾱκῆσαι, perhaps also λάω (s.v.); λακήσομαι allows both interpretations as the quantity is uncertain.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No certain connections outside Greek. Jokl Untersuchungen 205 compares Alb. laikatis `flatter, persuade'. Without the κ ( λάσκω = λά-σκω) doubting W. P. Schmid IF 62, 238 n. 68; unconvincing) we can connect the words discussed sub λῆρος. WP. 2, 376 f., Pok. 658 f.(?), also W.-Hofmann s. loquor. - Root speculations in Ammer Sprache 2, 210.Page in Frisk: 2,88-89Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λάσκω
-
70 ὄρχαμος
Grammatical information: m.Meaning: in Hom. only in the formula ὄρχαμος ἀνδρῶν, ἄρχαμε λαῶν, later ὄ. στρατοῦ (A. Pers. 129 [lyr.]).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Etymology and meaning debated. Of old (s. Curtius 189f.) often as `leader' derived from ἄρχω w. superlat. μο-suffix; the ο-vowel, if not from ablaut (e.g. ὄγμος: ἄγω), can be Aeolic (Kretschmer KZ 36, 268, Brugmann Grundr.2 II: 1, 226). Diff. Bechtel BB 30, 270 a. Lex. s.v. (agreeing a.o. Specht Ursprung 252 a. 255, Fraenkel KZ 72, 195): like ἔρκος Αχαιῶν as "protecting wall (of the men)" to ὄρχατος a. cogn. (s. ὄρχος). Still diff. (to ὄρχος `row') Wright ClassRev. 29, 111 f. - Furnée 342 thinks that ἀ-\/ὀ- (in ἄρχω) points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,432Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρχαμος
См. также в других словарях:
Λάων — (3ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Νέας Κωμωδίας. Διασώθηκαν μόνο μερικοί στοίχοι από την κωμωδία του Διαθήκαι … Dictionary of Greek
λαῶν — λᾱῶν , λαός men masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάων — Λά̱ων , Λής masc gen pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάων — λά̱ων , λᾶας stone masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek