-
41 τυπάριον
A small figure, image, Tz.H.11.473.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπάριον
-
42 τυπικός
A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type ( τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv.-κῶς, νοσεῖν Ruf.
ap. Orib.8.47.11.3 Adv.- κῶς
by way of example,1 Ep.Cor.10.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπικός
-
43 τύπιον
-
44 τυπόω
2 impress, stamp,ἐπιστολὴν σφραγῖδι App.Hann.51
;σφραγῖδες τ. κηρόν Ph.1.326
; σφραγὶς τ. εἴδη ib.47:—[voice] Med. or [voice] Pass., to be stamped with an impression, metaph. of perception, Zeno Stoic.1.39, cf.PMag.Lond.121.562.3 stamp a coin, Poll.3.86;τοῦ νομίσματος ἐπὶ μὲν θατέρου Ἄμμωνα.. ἐτύπωσαν Suid.
s.v. Βάττου σίλφιον:—[voice] Pass.,ἀὴρ φθόγγοις ἐνάρθροις τυπωθείς Plu.2.589c
, cf. Thphr.Sens.50.4 seal up, PGiss.54.14 (iv A. D.).II form, mould, model,τυποῦσι [θνητὰ γένη] θεοί Pl.Prt. 320d
:—in [voice] Med.,ἡ πειθὼ τὴν ψυχὴν ἐτυπώσατο Gorg.Hel.13
;Κύπριδος παῖδα τυπωσάμενος AP12.56
(Mel.), cf. 15.51 (Arch.):—[voice] Pass., receive a form, be modelled, of sculpture, opp. painting,τὰ γεγραμμένα καὶ τὰ τετυπωμένα Pl.Sph. 239d
; μιμήματα τυπωθέντα ἀπὸ .. Id.Ti. 50c;τοῦ τυποῦντος καὶ τοῦ τυπουμένου Plu.2.1024c
; of the foetus, Sor.1.43, cf. 82;τυπωθεὶς χαλκός Supp.Epigr.3.441
([place name] Stratos).2 [voice] Pass., of diseases, assume a certain type (cf. τύπος VII. 3), Gal.7.463, al.; of treatment, Id.6.92.III ordain, decree, PLond.ined.2142 (iv A. D.), Cod.Just.1.3.38.6 ([voice] Pass.), PMasp.353.14 (vi A. D.).IV execute in due form, POxy.67.11 ([voice] Pass., iv A. D.), PLips.35.19 ([voice] Pass., iv A. D.). -
45 τυπώδης
A like an outline, ὡς εἰς τ. μάθησιν so far as belongs to general or superficial knowledge, Arist.Mu. 397b12. Adv.- ωδῶς
summarily,Cic.
Att.4.13.2, Str.2.1.24, 4.1.1, 2: [comp] Comp.- ωδέστερον Ph.2.419
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπώδης
-
46 φαβοτύπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαβοτύπος
-
47 χαρακτήρ
4 branding-iron, Clara Rhodos 2.171 (ii B. C.).II mark engraved, impress, stamp on coins and seals,ἀργύρου λαμπρὸς χ. E.El. 559
, cf. Pl.Plt. 289b, Arist. Pol. 1257a40; coin type, standard,ἦν δ' ὁ ἀρχαῖος χ. δίδραχμον Id.Ath.10.2
, cf. OGI339.45 (Sestos, ii B. C.), D.S.17.66; Κότυος χ. Head Hist.Num.2285 (Thrace, i B. C.): hence, in pl., = χάραγμα 1.2, PFlor.61.21 (i A. D.): metaph., οἷς ἡ ἀρετὴ εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν set a stamp upon them, Isoc.1.8; Κύπριος (s. v. l.)χαρακτὴρ.. ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται A.Supp. 282
.2 esp. of figures or letters,οἱ τῶν γραμμάτων χ. Plu.2.214f
; ὁ τύπος τῶν χ. ib.577f, cf. 1120f, D.S.3.67; of the letters used by Hp. in Epid.3.1, Zeno and Apollonius ap.Gal.17(1).618, cf. 524sq.; of a single letter of the alphabet, Jul.Or.2.72a;ξυλήφια βραχέα ἔχοντα χαρακτῆρα Plb.6.35.7
; brand on a camel, PGen.29.8 (ii A. D.); of symbols in a prescription, Gal.13.995; of magical symbols (such as the seven vowels),τῶν χ. ἡ ἀπόρρητος φύσις Jul.Or.7.216c
, cf. Iamb.Myst.3.13, Sallust.15; of hieroglyphs, opp. γράμματα, Luc. Herm.44.3 metaph., distinctive mark or token impressed (as it were) on a person or thing, by which it is known from others, characteristic, character, χ. γλώσσης, of a particular dialect, Hdt.1.57, 142;χ. αὑτὸς ἐν γλώσσῃ S.Fr. 176
; ; ὁ Ἑλληνικὸς χ. Greek idiom, D.H.Pomp.3: freq. of persons, feature,ὁ χ. τοῦ προσώπου Hdt.1.116
; ;οἱ τῆς ὄψεως χ. D.S.1.91
;ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι E.Med. 519
;δεινὸς χ. κἀπίσημος.. ἐσθλῶν γενέσθαι Id.Hec. 379
;φανερὸς χ. ἀρετᾶς Id.HF 659
(lyr.); ἠθικοὶ χ., title of work by Thphr.: pl., οἱ χ. the features of the face, J.AJ13.12.1, cf. OGI508.13 (Ephesus, ii A. D.); χ. μορφῆς ἐμῆς ib.383.60 (Nemrud Dagh, i B. C., sg.); [ τοῦ ἐμβρύου] Sor.1.33 (pl.): hence,4 type or character (regarded as shared with others) of a thing or person, rarely of an individual nature,ἀνδρὸς χ. ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.72
;χ. μοχθηρότατον παραπλάττεσθαι Phld.Rh.1.6
S.;τὸν χ. τὸν Διογένους Arr.Epict.3.22.80
; τίνα ἔχει χ. τὰ δόγματα; ib.4.5.17; of nations, Plb.18.34.7.5 style, freq. in Rhet.,ὁ Δημοσθένους χ. D.H.Dem.9
, cf. Pomp.1, Cic.QF2.15(16).5;χ. δικανικός Phld.Rh.2.137S.
; χ. optimi the ideal type, Cic.Orat. 11.36, cf.39.134;χ. ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρός, δεινός Demetr. Eloc.36
, cf. D.H.Dem.33;χ. λέξεως Id.Lys.11
;χ. Ἀσιανός Str.13.1.66
.6 impress, image, τῆς ὑποστάσεως [τοῦ θεοῦ] Ep.Heb.1.3; πάθους, ἀρετῆς, Longin.22.1, Eun.Hist.p.243 D.: abs., οἱ Σεβάστειοι χ. the imperial seal, i.e. the emperor himself, IG5(2).268.24 (Mantinea, i B. C.).7 Gramm., typical form, A.D.Synt.20.10, 103.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαρακτήρ
-
48 χονδρότυπος
χονδρό-τῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χονδρότυπος
-
49 χοροιτύπος
χοροιτύ?χοροιτύποςXπ-ος (parox.), [full] ον, [dialect] Ep. for χορο-τύπος,A beating the ground in the choral dance, generally, dancing, Pi.Fr. 156, Opp.H.3.250, Nonn.D.9.202, al.; cj. for χειροκτύπῳ in Telest.1.5.II proparox. χοροίτυπος, ον, [voice] Pass., played for or to the choral dance,χέλυς h.Merc.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοροιτύπος
-
50 ἀζηλότυπος
ἀζηλό-τῠπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀζηλότυπος
-
51 ἀναντίτυπος
ἀναντί-τῠπος, ον,A giving no resistance, S.E.M.9.411.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναντίτυπος
-
52 ἀνθρωποειδής
ἀνθρωπο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωποειδής
-
53 ἀντίτυπος
A repelled by a hard body, τύπος ἀ. blow and counter-blow, of the hammer and anvil, Orac. ap. Hdt.1.67, cf. 68; of sound, echoed, echoing, (lyr.), 1460(lyr.), cf. APl.4.154 (Luc. or Arch.); κατὰ τὸ ἀ. by repercussion, of an echo, Luc.Dom.3; of light, reflected,ἀκτῖνες Tryph.519
, cf. AP9.822.2 corresponding, as the stamp to the die, ἅγια ἀ. τῶν ἀληθινῶν figuring or representing the true, Ep.Hebr.9.24, cf. 1 Ep.Pet.3.21;ἀ. τοῖς δακρύοις χάριτα IG14.1320
; resembling, c. dat., Nonn.D.26.327; μίμημα ib.8.23: hence, feigned, counterfeit, 1.423, al.c Subst. ἀντίτυπος, ὁ, or ἀντίτυπον, τό, image,Ἄμμωνος κεραοῦ χάλκεον ἀ. Epigr.Gr.835
([place name] Berytus); ἀντίτυπον, τό, = ἀντίγραφον, reproduction, copy, POxy.1470.6(iv A.D.): metaph., antitype, Plot.2.9.6.II [voice] Act., repelling, as a hard body does: hence,1 firm, resistent,χωρίον Hp.Art.43
; rigid, inelastic, AP9.739 (Jul. Aegypt.); -ώτερα ὄντα, of a horse's fetlocks, X.Eq.1.4;ἀντιτύπᾳ δ' ἐπὶ γᾷ πέσε S.Ant. 134
; οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι walking on hard ground, Arist.Pr. 885a36; ἀντιτυπώτατον εἶδος, expl. of σκληρόν, most resistent, Pl.Ti. 62c.b metaph., stubborn, obstinate, ;μάχη ἀ. X.Ages.6.2
; harsh-sounding,ἁρμονίαι D.H.Comp.22
, cf. 16;ἀ. ἀκοῦσαι Ael.NA12.15
; of colour, glaring, Plu.Dem.22.2 opposed to, the reverse of..,Thgn.
1244; ἀ. Διός the adversary of Zeus, A.Th. 521 (lyr.); adverse, of events, X.HG6.3.11: simply,ἀ. τινι
opposite, over against,Plb.
6.31.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίτυπος
-
54 ἀπότυπος
ἀπό-τῠπος, ον,2 Subst. ἀπότυπος, ὁ, image,Ἁπόλλωνος ἀ. ἀργυροῦς IG11(2).223
B17 (Delos, iii B.C.); also as neut., Ἁπόλλωνος ἀπότυπον ἀργυροῦν ἐπίχρυσον ib.203 B83 (ib.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότυπος
-
55 ἀρχέτυπος
ἀρχέ-τῠπος, ον,A first-moulded as a pattern or model, archetypal, σφραγίς, παράδειγμα, Ph.1.5, al.: [comp] Comp.- ώτερος Plot.6.8.14
; exemplary, ideal,μαῖα Sor.1.4
.2 Astrol., ἀ. κλῆρος, = κλῆρος τύχης, Serapioin Cat.Cod.Astr. 8(4).226, Vett. Val.67.3.II ἀρχέτυπον, τό, archetype, pattern, model, opp. ἀπόγραφον, D.H.Is.11, cf. APl.4.204 ([Simon]), Cic. Att.16.3.1; Philos., Plot.5.1.4, Procl.in R.2.296 K.; figure on a seal, Luc.Alex.21; ἀ. Διδοῦς a portrait of Dido as she really was, APl.4.151;δαίδαλον ἀ. IG14.1188
; of the nominative case, Stoic. 2.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέτυπος
-
56 ἁλίτυπος
ἁλί-τῠπος, ον,A sea beaten, ἁ. βάρη griefs for sea-tossed corpses, A.Pers. 946 (lyr.): as Subst., seaman, fisherman, E.Or. 373.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλίτυπος
-
57 ἐναπομόργνυμι
A wipe off upon, impart, e.g. colour to one, Iamb. ap.Stob.3.3.26:—[voice] Pass.,ἐ. τύπος τῆς φαντασίας εἰς τὸ πνεῦμα Porph. Sent.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναπομόργνυμι
-
58 ἐντυπάς
ἐντῠπ-άς, Adv., once in Hom., Il.24.163 ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος (of Priam in his grief) lying wrapt up in his mantle so closelyA as to show the contour of his limbs ([etym.] τύπος), cf. Sch.ad loc., Hsch.;ἐ. ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος A.R.1.264
, cf. 2.861, Q.S.5.530, Epic.in Arch.Pap.7p.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντυπάς
-
59 ἐξαλειπτικός
A obliterating,τύπος ἐ. τοῦ προτέρου S.E.M.7.373
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλειπτικός
-
60 ἐρόεις
См. также в других словарях:
τύπος — blow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
τύπος — ο 1. χτύπος, χτύπημα, πληγή. 2. ίχνος, αχνάρι, αποτύπωμα, στάμπα. 3. μήτρα, φόρμα, καλούπι. 4. μτφ., πρότυπο, υπόδειγμα: Είναι τύπος και υπογραμμός τιμιότητας. 5. σχέδιο, κανόνας, υποδειγματική μορφή. 6. η εξωτερική μορφή, τα επουσιώδη στοιχεία:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εμπειρικός τύπος — Χημικός τύπος μιας ένωσης που δείχνει το είδος των ατόμων που την αποτελούν και τη μεταξύ τους αριθμητική σχέση, αλλά όχι και τον ακριβή αριθμό των ατόμων της ένωσης. Είναι δυνατόν περισσότερες από μία χημικές ενώσεις να έχουν τον ίδιο ε.τ., όπως … Dictionary of Greek
Αθηναϊκός Τύπος — Καθημερινή πρωινή και απογευματινή εφημερίδα που κυκλοφόρησε από τις 21 έως τις 27 Μαρτίου 1925. Την εφημερίδα εξέδωσαν από κοινού οι συνασπισμένοι εναντίον της απεργίας των τυπογράφων, ιδιοκτήτες των αθηναϊκών εφημερίδων … Dictionary of Greek
Ανεξάρτητος Τύπος — Απογευματινή εφημερίδα, που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Ι.Α. Πουρνάρα και τον Κ.Μ. Κύρκο και κυκλοφορούσε από τον Μάρτιο του 1958 έως τον Απρίλιο του 1962 … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Τύπος — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα, με εκδότη τον Α. Καβαφάκη. Η κυκλοφορία της υπήρξε βραχύβια (1916 17). 2. Ημερήσια εφημερίδα της Σμύρνης στη Μικρά Ασία, που ιδρύθηκε το 1918. Ο τίτλος της αναγραφόταν και στα τουρκικά … Dictionary of Greek
κίτρινος Τύπος — Γενική ονομασία των λαϊκών σκανδαλοθηρικών εφημερίδων. Ο όρος οφείλεται κατά την επικρατέστερη εκδοχή στο κίτρινο χαρτί που χρησιμοποιούσε η εφημερίδα του είδους Sunday World του Τζ. Πούλιτζερ (1847 1911) και κατ’ άλλη στα σχεδιασμένα με κίτρινο… … Dictionary of Greek