-
1 κυβερνήτης
κυβερνήτης, ου, ὁ (s. two prec. entries; Hom. et al.; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Vi. 163; TestNapht 6:2; loanw. in rabb.; variously, ‘shipmaster, steersman’).① one who is responsible for the management of a ship, shipmaster, lit. Rv 18:17; IPol 2:3; AcPl Ha 7, 19; 38. W. ναύκληρος, the ‘shipowner’ (Plut., Mor. 807b ναύτας μὲν ἐκλέγεται κυβερνήτης καὶ κυβερνήτην ναύκληρος=a shipmaster selects a crew, and a shipowner a shipmaster; Jos., Ant. 9, 209) Ac 27:11 (LCasson, Ships and Seamanship in the Ancient World ’71, 316–18).② one who directs the destiny of humans, pilot, fig. extension of 1 (Pla., Polit. 272e of God; Vett. Val. 340 κυβερνήτης βίου. Oft. Philo, somet. of God, and Migr. Abr. 67 of the λόγος θεῖος; Herm. Wr. 12, 4 of the νοῦς) of Christ κ. τῶν σωμάτων ἡμῶν the Pilot of our bodies MPol 19:2 (the figure of the κυβερνήτης is also used in the martyr-narrative in 4 Macc 7:1).—DELG s.v. κυβερνάω. M-M. TW. -
2 κυβερνητης
- ου, эп. εω ὅ1) кормчий, рулевойχαλεπαίνει κ. τοῖς ἐν πρύμνῃ Xen. — кормчий сердится на тех, кто работает в носовой части корабля2) перен. правитель, руководитель (sc. τῆς πόλεως Eur.) -
3 κυβερνήτης
κυβερνήτης, ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes; Od. 3, 279; τὰς (νῆας) δ' ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ' ἴϑυνον 9, 78; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Aesch. Suppl. 751; a. D., wie in Prosa; κυβερνήτεα im acc., Her. 8, 18; ihm entspricht der πρωρεύς auf der πρώρα, Xen. An. 5, 8, 20. – Uebertr., bes. vom Lenker des Staates; πόλις κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην κακόν Eur. Suppl. 880; κυβερνήτῃ νῷ χρῆται Plat. Phaedr. 247 c.
-
4 κυβερνήτης
κυβερνήτηςsteersman: masc nom sg -
5 κυβερνήτης
κυβερνήτης, εω, and κυβερνητήρ, ῆρος: helmsman, pilot. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κυβερνήτης
-
6 κυβερνήτης
κυβερνήτης, ὁ, der Steuermann, zunächst des Schiffes. Übertr., bes. vom Lenker des Staates -
7 κυβερνήτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυβερνήτης
-
8 κυβερνήτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυβερνήτης
-
9 κυβερνήτης
ο, κυβερνήτρα η1) правитель, -ница; 2) капитан; командир (корабля или самолёта);κυβερνήτ του διαστημοπλοίου — командир космического корабля
-
10 κυβερνήτης
кормчий, рулевой.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυβερνήτης
-
11 κυβερνήτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κυβερνήτης
-
12 κυβερνήτης
-
13 κυβερνήτης
-ου + ὁ N 1 0-0-3-1-1=5 Ez 27,8.27.28; Prv 23,34; 4 Mc 7,1steersman, captain, pilot→TWNT -
14 κυβερνήτης
[кивернитис] ουσ α правитель. -
15 κυβερνήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβερνήτης
-
16 κυβερνήτης
1) gouverneur2) souverain -
17 κυβερνήτης
1) gubernator (m) rzecz.2) namiestnik (m) rzecz.3) wojewoda (m) rzecz. -
18 κυβερνήτης
1) guvernér2) místodržící3) místodržitel4) správce -
19 κυβερνήτης
governorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυβερνήτης
-
20 αὐτο-κυβερνήτης
αὐτο-κυβερνήτης, ὁ, Selbststeuerer, s. voriges.
См. также в других словарях:
κυβερνήτης — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek
κυβερνήτης — ο αυτός που κυβερνάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβερνῆτα — κυβερνήτης steersman masc voc sg κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… … Dictionary of Greek
κυβερνητῶν — κυβερνήτης steersman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταιν — κυβερνήτης steersman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταις — κυβερνήτης steersman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτου — κυβερνήτης steersman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃ — κυβερνήτης steersman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃσι — κυβερνήτης steersman masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)