-
1 gouverneur
κυβερνήτης -
2 souverain
κυβερνήτης -
3 guvernér
κυβερνήτης -
4 místodržící
κυβερνήτης -
5 místodržitel
κυβερνήτης -
6 governor
κυβερνήτης -
7 gubernator
κυβερνήτης -
8 namiestnik
κυβερνήτης -
9 wojewoda
κυβερνήτης -
10 капитан
капитан м 1) (корабля) о κυβερνήτης, о καπετάνιος ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга ) 2) воен. о λοχαγός 3) спорт, о αρχηγός \капитан* * *м1) ( корабля) ο κυβερνήτης, ο καπετάνιος; ο πλοίαρχος (тж. капитан первого ранга)2) воен. ο λοχαγός3) спорт. ο αρχηγόςкапита́н кома́нды — ο αρχηγός της ομάδας
-
11 командир
командир м о διοικητής, ο αρχηγός ο κυβερνήτης (корабля, самолёта)* * *мο διοικητής, ο αρχηγός; ο κυβερνήτης (корабля, самолёта) -
12 пилот
-
13 капитан
капитанм1. ὁ καπετάνιος, ὁ κυβερνήτης πλοίου:\капитан торгового флота ὁ καπετάνιος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ· \капитан даль-него плавания κυβερνήτης πλοίου ἀνοιχτής θαλάσσης·2. воен. ὁ λοχαγός:\капитан кавалерии ὁ Ιλαρχος· \капитан интендантской службы ὁ λοχαγός ἐπιμελητείας· \капитан медицинской слу́жбы ὁ ἰατρός στρατιωτικής ὑγειονομικής ὑπηρεσίας· \капитан полевой жандармерии (в Греции) ὁ μοίραρχος· \капитан 1-го ранга мор. ὁ πλοίαρχος· \капитан 2-го ранга мор. ὁ ἀντιπλοίαρχος· \капитан 3-го ра́нга мор. ὁ πλωτάρχης· \капитанлейтенант ὁ ὑποπλοίαρχος·3. спорт. ὁ ἀρχηγός:\капитан футбольной команды ὁ ἀρχηγός ποδοσφαιρικής ὁμάδας. -
14 governor
1) (in the United States, the head of a state: the Governor of Ohio.) κυβερνήτης2) (a member of the committee of people who govern a school, hospital etc: He is on the board of governors.) μέλος διοικητικού συμβουλίου / διοικητής, διευθυντής3) (a person who governs a province or colony.) κυβερνήτης -
15 губернатор
-а α.1. κυβερνήτης, νομάρχης (στην προεπν. Ρωσία).2. κυβερνήτης σε μερικές αποικίες καθώς και στις πολιτείες της Αμερικής. -
16 капитан
1. мор. ο πλοίαρχος, ο κυβερνήτης, разг. о καπετάνιος 2. (чин в армии) о λοχαγός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капитан
-
17 командир
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > командир
-
18 правитель
правительм ὁ κυβερνήτης, ὁ ήγεμών. -
19 captain
['kæptən] 1. noun1) (the commander of a ship, an aircraft, or a group of soldiers.) πλοίαρχος, κυβερνήτης, λοχαγός2) ((abbreviated to Capt., when written in titles) the leader of a team or club.) αρχηγός2. verb(to be captain of (something non-military): John captained the football team last year.) -
20 ruler
1) (a person who governs: the ruler of the state.) κυβερνήτης, άρχοντας2) (a long narrow piece of wood, plastic etc for drawing straight lines: I can't draw straight lines without a ruler.) χάρακας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κυβερνήτης — steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek
κυβερνήτης — ο αυτός που κυβερνάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυβερνῆτα — κυβερνήτης steersman masc voc sg κυβερνήτης steersman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παραμεσβάρα — Κυβερνήτης της Μαλάκας (1402 ή 1403 24). Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, ήταν πρίγκιπας από τη Σουμάτρα ή την Ιάβα και παντρεύτηκε μια πριγκίπισα του Μαντζαπαχίτ. Περίπου στα 1400 εμφανίστηκε στο Τουμασέκ (Σιγκαπούρη), όπου δολοφόνησε τον τοπικό… … Dictionary of Greek
κυβερνητῶν — κυβερνήτης steersman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταιν — κυβερνήτης steersman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήταις — κυβερνήτης steersman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτου — κυβερνήτης steersman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃ — κυβερνήτης steersman masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτῃσι — κυβερνήτης steersman masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)