Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κῐθαρ-ος

См. также в других словарях:

  • θείτσα — η υποκορ. τού θεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θει ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κιθαρ ίτσα, ταβερν ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • κερωδός — κερῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρ ῳδός, μελ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] …   Dictionary of Greek

  • λινωδία — λινῳδία, ἡ (Α) η ωδή, το άσμα τού Λίνου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λινῳδός < Λίνος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός, χορ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… …   Dictionary of Greek

  • μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • νομωδός — νομωδός, ὁ (Α) 1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο 2. εξηγητής τού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»