-
1 κιθαρ-αοιδός
κιθαρ-αοιδός, ὁ, = κιϑαρῳδός; Ar. Vesp. 1277 bildet den superl. κιϑαραοιδότατος; s. auch Eupol. beim Schol. dazu.
-
2 κιθαρ-ῳδός
κιθαρ-ῳδός, ὁ, = κιϑαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιϑαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιϑαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.
-
3 κιθαρ-ῳδικός
κιθαρ-ῳδικός, ή, όν, zum Spielen der Cither mit Gesangbegleitung gehörig; νόμοι Ar. Ran. 1281; ᾠδή Plat. Legg. IV, 722 d; ἡ κιϑαρῳδική, = κιϑαρῳδία, Gorg. 502 a; κιϑαρῳδικωτάτη τῶν ἁρμονιῶν Arist. probl. 19, 49.
-
4 κιθαρ-ῳδέω
κιθαρ-ῳδέω, auf der Cither spielen u. dazu singen, Plat. Gorg. 502 a u. Sp.
-
5 κιθαρ-ῳδία
κιθαρ-ῳδία, ἡ, dasselbe, neben κιϑάρισις Plat. Ion 533 b, öfter, wie Folgde.
-
6 κιθαρ-ῴδησις
κιθαρ-ῴδησις, ἡ, das Spielen auf der Cither u. das Singen dazu, D. Cass. 63, 8.
-
7 κιθάρα
-
8 κιθαρῴδησις
κιθαρ-ῴδησις, ἡ, u. κιθαρ-ῳδία, ἡ, das Spielen auf der Zither u. das Singen dazu -
9 κιθαραοιδός
κῐθαρ-ᾰοιδός, ὁ, poet. un[var] contr. form of κιθαρῳδός: [comp] Sup. - ότατος Ar.V. 1278, Eup.293:—late [dialect] Boeot. [full] κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαραοιδός
-
10 κιθαρηφόρος
κῐθαρ-ηφόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρηφόρος
-
11 κιθαρίζω
A play the cithara,φόρμιγγι.. ἱμερόεν κιθάριζε Il.18.570
, Hes.Sc. 202;λύρῃ δ' ἐρατὸν κιθαρίζων h.Merc. 423
; , cf. X.Smp.3.1, Oec.2.13;ᾄδειν καὶ κ. Phld.Mus.7
K.; κιθαρίζειν οὐκ ἐπίσταμαι I am not a 'high-brow', Ar.V. 989, cf. 959;ἀρχαῖον εἶν' ἔφασκε τὸ κ. Id.Nu. 1357
: prov., ὄνος κιθαρίζειν πειρώμενος, like ὄνος πρὸς λύραν (v. λύρα), Luc.Pseudol.7; τὸ κιθαριζόμενον music composed for the cithara, Plu.2.1144d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίζω
-
12 κιθάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθάριον
-
13 κιθάρισις
A playing on the cithara, Pl.Prt. 325e; κ. ψιλή, i.e. without the voice, Id.Lg. 669e, cf. Pae.Delph.15;αὔλησις καὶ κ. Phld.Mus.p.23
K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθάρισις
-
14 κιθάρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθάρισμα
-
15 κιθαρισμός
κῐθαρ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρισμός
-
16 κιθαριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστέον
-
17 κιθαριστήριος
II Subst. -τήριον, τό, performance on the cithara, BGU1125.26 (pl., i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστήριος
-
18 κιθαριστής
A player on the cithara, h.Hom.25.3, Hes.Th.95, Ar.Eq. 992 (lyr.), Nu. 964, Arist.Po. 1455a3, OGI51.43, etc.II κ. λίθος stone at Megara which rang on being struck, APl.4.279 tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστής
-
19 κιθαριστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαριστικός
-
20 κιθαρίστρια
κῐθαρ-ίστρια, ἡ, fem. of κιθαριστής, Arist.Ath.50.2, Theopomp.Hist.111a, Theophil.12.5, AJA18.1 (Sardis, iii/ii B.C.), IG12(8).178 ([place name] Samothrace); name of a play by Anaxandrides.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίστρια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θείτσα — η υποκορ. τού θεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θει ίτσα κατά προφύλαξη < θεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα (πρβλ. κιθαρ ίτσα, ταβερν ίτσα)] … Dictionary of Greek
κερωδός — κερῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρ ῳδός, μελ ῳδός] … Dictionary of Greek
κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] … Dictionary of Greek
λινωδία — λινῳδία, ἡ (Α) η ωδή, το άσμα τού Λίνου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λινῳδός < Λίνος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός, χορ ωδός] … Dictionary of Greek
λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] … Dictionary of Greek
μαγωδός — μαγῳδός, ὁ (Α) κωμικός ηθοποιός, μίμος που φορούσε γυναικεία ρούχα και υποδυόταν άσεμνους τύπους με τη συνοδεία κυμβάλων και τυμπάνων κατά τη μαγῳδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαγ(αδ) ῳδός (με απλολογία, πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) > μάγαδις*… … Dictionary of Greek
μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
μονωδός — ό (ΑΜ μονῳδός, όν) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μονωδός αυτός που άδει μονωδία, που τραγουδάει μόνος, όχι «εν χορώ», χωρίς να συνοδεύεται από κανέναν, ο σολίστας μσν. το αρσ. ως ουσ. ποιητής δράματος στο οποίο ομιλεί ένα μόνο πρόσωπο. επίρρ … Dictionary of Greek
μπασκετμπολίστας — ο, θηλ. τρια παίκτης τού μπάσκετμπολ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάσκετμπολ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας)] … Dictionary of Greek
νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek
νομωδός — νομωδός, ὁ (Α) 1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο 2. εξηγητής τού νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek