-
1 κιθαρίστρια
κῐθαρ-ίστρια, ἡ, fem. of κιθαριστής, Arist.Ath.50.2, Theopomp.Hist.111a, Theophil.12.5, AJA18.1 (Sardis, iii/ii B.C.), IG12(8).178 ([place name] Samothrace); name of a play by Anaxandrides.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρίστρια
См. также в других словарях:
κινυρίστρια — κινυρίστρια, ἡ (Α) αυτή που παίζει το μουσικό όργανο κινύρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινύρα + κατάλ. ίστρια (θηλ. τού ιστής) (πρβλ. κιθαρ ίστρια, τυμπαν ίστρια)] … Dictionary of Greek