Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κᾰθαρ-τήριος

См. также в других словарях:

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

  • φοιβαστήριος — ία, ον, ΜΑ καθαρτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβάζω + κατάλ. τήριος (πρβλ. θυσιασ τήριος, καθαρ τήριος)] …   Dictionary of Greek

  • μειλικτήριος — μειλικτήριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ ἀφ ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»