-
1 καθαρτικος
-
2 καθαρτικός
καθαρτικός, reinigend; φάρμακον, Purgirmittel, Hippocr. u. Plut., wie τὰ καϑαρτικὰ ἐξελάσοντα τῶν σωμάτων τὰ ὑγρά S. Emp. adv. log. 2, 480; ἡ καϑ., die Reinigung, Plat. Soph. 231 b; τὸ καϑ. μέλος, zur Entsühnung, Arist. pol. 8, 7.
-
3 καθαρτικός
καθαρτικόςof: masc nom sg -
4 καθαρτικός
καθαρτικός, reinigend; φάρμακον, Purgiermittel; ἡ καϑ., die Reinigung; τὸ καϑ. μέλος, zur Entsühnung -
5 καθαρτικός
η, ό[ν]1) очищающий; 2) мед. очистительный; слабительный -
6 καθαρτικός
A of, fit for cleansing or purifying,ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti. 60d
; τὰ μέλη τὰ κ. (v.κάθαρσις 11
) Arist.Pol. 1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25;κ. ἀρεταί Hierocl. in CA2p.422M.
: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv.- κῶς Marin.Procl.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτικός
-
7 ἀπο-καθαρτικός
ἀπο-καθαρτικός, reinigend, sühnend, Sp.
-
8 ἀνα-καθαρτικός
ἀνα-καθαρτικός, zum Reinigen, bes. zum Erbrechen tauglich, bei den Aerzten.
-
9 καθαρτικά
καθαρτικόςof: neut nom /voc /acc plκαθαρτικά̱, καθαρτικόςof: fem nom /voc /acc dualκαθαρτικά̱, καθαρτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 καθαρτικώτερον
καθαρτικόςof: adverbial compκαθαρτικόςof: masc acc comp sgκαθαρτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
11 καθαρτικόν
καθαρτικόςof: masc acc sgκαθαρτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
12 καθαρτικαί
καθαρτικόςof: fem nom /voc pl -
13 καθαρτικοί
καθαρτικόςof: masc nom /voc pl -
14 καθαρτικούς
καθαρτικόςof: masc acc pl -
15 καθαρτικωτέροισιν
καθαρτικόςof: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic) -
16 καθαρτικέ
καθαρτικόςof: masc voc sg -
17 καθαρτική
καθαρτικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
18 καθαρτικήν
καθαρτικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 καθαρτικώτατος
καθαρτικόςof: masc nom superl sg -
20 καθαρτικώτερος
καθαρτικόςof: masc nom comp sg
См. также в других словарях:
καθαρτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… … Dictionary of Greek
καθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει: Υπάρχουν πολλές καθαρτικές ουσίες για τα έπιπλα. 2. το ουδ. καθαρτικό ως ουσ., σημαίνει το φάρμακο που χρησιμεύει για την κένωση του στομάχου και των εντέρων: Στις περιπτώσεις δυσκοιλιότητας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρτικά — καθαρτικός of neut nom/voc/acc pl καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc/acc dual καθαρτικά̱ , καθαρτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικώτερον — καθαρτικός of adverbial comp καθαρτικός of masc acc comp sg καθαρτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικῶν — καθαρτικός of fem gen pl καθαρτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικόν — καθαρτικός of masc acc sg καθαρτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικαῖς — καθαρτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικαί — καθαρτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικοῖς — καθαρτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρτικοί — καθαρτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)